Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Φάνης μπαστούνι (μικρό διήγημα)


Πάνω που παζάρευα τρία κιλά τροφαντές τσιπούρες στην ψαραγορά, με πέτυχε η εισβολή.

-Δώκε μου, καρδούλα μου, ένα δεκάρικο να σε πω τη μοίρα σου, που είσαι όμορφη κοπελιά.

 Είχαμε τραπέζι το βράδυ, η μάνα μου δηλαδή στα αδέλφια της που είχαν έρθει από Αμερική.

«Μα είναι ανοιχτής θαλάσσης κοπελιά μου» αντέτεινε ο ψαράς στις διαμαρτυρίες μου περί τιμής της τσιπούρας.

- Ένας άντρας σε τυραννάει, μάτια μου, ένας λεβέντης, από Φ αρχινάει το όνομά του, συνέχισε να ρίχνει το δόλωμα η τσιγγάνα.

 Θες που είχα τις μαύρες μου, θες που το πέτυχε το Φ η κακούργα, της τα ακούμπησα τα δέκα ευρώ.

Τριγύρω οι ψαράδες διαλαλούσαν την πραμάτεια τους:

- Εδώ ο γαύρος ο φρέσκος!

-Μπαρμπουνάκι σπαρταριστό!

-Εδώ η κουτσομούρα η διαλεχτή!

  -Να το, μάτια μου, εδώ το λέει καθαρά, ένας ρήγας μπαστούνι. Για τήρα εδώ, εσύ είσαι κοκώνα μου η ντάμα η κουπάτη, σιμά είσαστε, λιώνει για σένα, χάνεται το παλικάρι.

Λιώνει για μένα! Ποιος; Ο Φάνης που είναι άφαντος και ούτε φωνή ούτε ακρόαση!    Η γύφτισσα όμως δεν είχε πει την τελευταία λέξη.

-Μα σε ‘χει πισωγυρισμένη, κορώνα στο κεφάλι του έχει μια σπαθάτη. Η μάνα του είναι, κούκλα μου. Η σκύλα τον έχει δεμένο και λιώνει το παιδί, θ’ αρρωστήσει για σένα, στο στρώμα θα πέσει.

 Που να μην έσωνε, μου ξύνει πληγές!

-Δώκε μου αγάπη μου ένα εικοσάρι ακόμα, να σου την κάμω εγώ να λακίσει στο πι και φι.

 Ντροπή μου αλλά «τσίμπησα» ξανά.

 Βγάνει η τσιγγάνα μια κλωστή από την τσέπη της και τη δένει κόμπο. Τη ζουλάει στο χέρι της, λέει κάτι αλαμπουρνέζικα. Μέχρι να πεις κύμινο τσουπ! μου την πασάρει λυμένη. Μια μικρή πλάκα την έπαθα, δε λέω.

-Δώκε μου μανούλα μου ένα εικοσάρι ακόμα να σου διαβάσω ένα ξόρκι να πάνε  στα όρη, στα άγρια βουνά τα μάγια της κακούργας.

Είχα αρχίσει να «τα παίρνω», όμως με είχε κουρντίσει η άτιμη! Της το σκάω το παραδάκι.

-Ετούτο είναι βοτάνι μαγικό. Θα του το ρίξεις στον καφέ, θα το βάλεις στο γλυκό του και τρεις φορές στον κόρφο σου.

Εκατό ευρώ γύρευε για το βοτάνι.

-Α, για να σου πω , μαντάμ….

-Μη σεκλετίζεσαι καρδούλα μου, στο ράφι θες να μείνεις για; Κρίμα τα νιάτα σου και την ομορφιά σου! Εγώ θα σου τον κάμω ταμάμ, κοκώνα μου. Αιντε, δώκε μου πενήντα, που να ‘χεις μια καλή τύχη και  δυο παιδάκια θα σκαρώσετε μάνι μάνι.

Αυτή ήταν και η χαριστική βολή, σα βλάκας ξηλώνομαι. Σαν υπνωτισμένη, ένα πράμα.

-Να πεις εφτά πατερημά και εφτά μετάνοιες να κάμεις στον Αη Φανούρη, να σε φανερώσει το δέκα το καλό στη ζωή σου. Ούλα τα καλά του Θεού να έχεις!

Μας προέκυψε και θεούσα η αθεόφοβη!

Πήρα το λεωφορείο για το σπίτι νιώθοντας σαν τσιπούρα. Στη μάνα μου είπα πως μού ‘πεσαν στο δρόμο τα λεφτά.

Τι  να της έλεγα; Ότι με πιάσανε κορόιδο;

Σήμερα το πρωί  τρεις αναπάντητες βρήκα από τον Φάνη.

Βρε λες να….;

Το διήγημα βρίσκεται δημοσιευμένο στο  τεύχος 22 του περιοδικού Σοδειά. 

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

χριστουγεννιάτικο παραμύθι (για μαμάδες)


Χριστουγεννιάτικη σοκολάτα

(Παραμύθι για μαμάδες)

 

Χρονιάρες μέρες η μαμά είχε κατέβει στην Παιχνιδούπολη να αγοράσει δώρα. Η Παιχνιδούπολη  ήταν ένα πολυκατάστημα με πολλούς ορόφους. Λαμπροστολισμένες οι βιτρίνες του, παντού ασημόσκονη και πολύχρωμα φωτάκια. Ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο στόλιζε την είσοδο και από τα μεγάφωνα ακουγόταν το «Jingle bells».

Όλα σε προσκαλούσαν να διαλέξεις, να ξοδέψεις, να εξαγοράσεις τη χαρά.

Η μαμά γύρισε όλους τους ορόφους για να βρει εκείνο που θα θάμπωνε τον κανακάρη της. Δίστασε πολλές φορές και άλλες τόσες άλλαξε γνώμη. Πήρε καινούρια στολίδια για το δέντρο τους, φωτάκια να στολίσει το μπαλκόνι και κορδέλες για να καρφιτσώσει στις κουρτίνες.

Τέλος φορτώθηκε ένα τεράστιο κουτί με ένα τρενάκι- πού θα το έβαζαν που είχε τιγκάρει το σαλόνι τους  με τα παιχνίδια αλλά τέλος πάντων- και κατευθύνθηκε προς το ταμείο.

Πλήρωσε αδρά και τράβηξε χαρούμενη για την έξοδο.

Εκεί ακριβώς στεκόταν ένα παιδάκι, ένα χαριτωμένο αγιοβασιλάκι και μοίραζε σοκολάτες στους περαστικούς.

-Πώς σε λένε μωρό μου; του χάιδεψε τις ξανθές του μπούκλες αφού πήρε τη σοκολάτα της

-Είμαι ο Άγιος Βασίλης, κυρία, δεν το βλέπετε; καμάρωσε ο μικρός και την κοίταξε με τα γαλάζια του μάτια.

Ήταν ένα όμορφο αγοράκι.

-Όχι, εννοώ, πώς είναι το πραγματικό σου όνομα.

-Μπίσμπι, είπε  το παιδί, έτσι με λένε.

Μπίσμπι; Τι παράξενο όνομα! «Θα είναι κανένα από εκείνα τα κουφά χαϊδευτικά που κολλάμε εμείς οι μαμάδες στα βλαστάρια μας», σκέφτηκε.

Ξετύλιξε τη σοκολάτα και δάγκωσε με βουλιμία ένα κομμάτι. Το κρύο ήταν τσουχτερό και την τραβούσε περίφημα τη σοκολάτα. Ήταν γάλακτος με γέμιση βύσσινο που πλημμύρισε το στόμα της. Τη βρήκε πολύ γλυκιά για τα γούστα της.

Την έβαλε στην τσέπη της και τότε μια παράξενη ιδέα σφηνώθηκε στο κεφάλι της.

-Κι αν το τρενάκι είναι χαλασμένο; Αν δεν δουλεύει σωστά; Τι απογοήτευση θα πάρει αλήθεια ο μικρός!

Τι πιο φυσικό από το να το ανοίξει και να το δοκιμάσει επιτόπου για να είναι σίγουρη.

Ξαναμπήκε στο κατάστημα και βρήκε μια άδεια γωνιά με πολύ κόπο, το μαγαζί ήταν φίσκα από γονείς και πιτσιρίκια που ζητούσαν συνεχώς πότε το ένα και πότε το άλλο.

Συναρμολόγησε τις ράγες χωρίς να κάνει κανένα λάθος, σαν να έστηνε κάθε μέρα τρενάκια, τοποθέτησε τις μπαταρίες και… Τουτ Τουτ! Το τρενάκι έφερνε βόλτες όλο καμάρι πάνω στις ράγες. Απόμεινε να το θαυμάζει μαγεμένη. Ώρες έκατσε εκεί γονατισμένη στο δάπεδο να παίζει με το τρενάκι, να το χαζεύει που τσούλαγε μέσα από σήραγγες, πάνω από γεφυράκια. Ήταν τέλειο, είχε κάμει άριστη επιλογή.

Γύρω της μαζεύτηκε ένα τσούρμο από ανθρώπους, την κοίταζαν παραξενεμένοι αλλά δεν τους έδωσε σημασία . Το μόνο που μετρούσε ήταν το τρενάκι.

Κάποια στιγμή το πλήθος βαρέθηκε και διαλύθηκε. Θα το θεώρησαν ατραξιόν του καταστήματος και δεν ασχολήθηκαν περισσότερο. Είχαν άλλωστε τόσες δουλειές να κάνουν.

Ξάφνου ένιωσε ένα ανάλαφρο άγγιγμα στον ώμο της.

-Ποια είσαι πάλι εσύ; Ρώτησε τη νεραϊδούλα που στεκόταν πίσω της με το μαγικό της ραβδί να λαμποκοπάει από την αστερόσκονη.

-Εγώ είμαι η μάγισσα Φούξια, έκανε το ξωτικό.

Της μαμάς της φάνηκε απολύτως λογικό να συνομιλεί με μια νεράιδα μέσα σε ένα πολυκατάστημα παιχνιδιών.

-Εγώ είμαι η μαμά τού….

-Δεν με νοιάζει ποιανού μαμά είσαι, τη διέκοψε η μάγισσα,  σε προσκαλώ στο σπιτικό μου για μια ζεστή σοκολάτα

Το σπιτικό της ήταν για την ακρίβεια ένα πανέμορφο κάστρο με πολλά παράθυρα και μεγάλους καθρέφτες, κάτι σαν το κάστρο  της Μπάρμπι στο πιο αληθινό του.

Η Φούξια την οδήγησε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της και της χάρισε ένα σωρό λαμπερές τουαλέτες από οργαντίνα, από ταφτά και από μετάξι που έλαμπαν πιο πολύ και από τα αστέρια. Η μαμά τις δοκίμασε όλες κατενθουσιασμένη και ανακάλυψε ότι ήταν μια κούκλα παρόλο που κανείς δεν της το είχε πει αυτό εδώ και καιρό.

Είχε πάει δύο το μεσημέρι όταν σκέφτηκε πως είχε να φτιάξει τη μπεσαμέλ για  το παστίτσιο. Στο σπίτι θα είχαν λυσσάξει της πείνας.

-Τι με έπιασε; Αναρωτήθηκε αλαφιασμένη. Άργησα!

Αποχαιρέτησε με βιάση τη Φούξια, μάζεψε όπως όπως το τρένο και τα υπόλοιπα ψώνια και τράβηξε για το αυτοκίνητο.

Βγαίνοντας, έψαξε με το βλέμμα για το παιδάκι με το παράξενο όνομα- πού είναι ο Μπίσμπι;- αλλά εκείνο δεν φαινόταν πουθενά.

Στο αυτοκίνητο θυμήθηκε τη σοκολάτα και δάγκωσε μια γερή μπουκιά. Τώρα η γλύκα της φάνηκε ανεκτή αν όχι απαραίτητη.
Οδηγούσε κάμποση ώρα στους μπλοκαρισμένους δρόμους μέχρι να αντιληφθεί ότι το ρεύμα των αυτοκινήτων την έσπρωχνε προς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη του σπιτιού της και ότι το τιμόνι δεν υπάκουγε στις εντολές της. Ανησύχησε λίγο αλλά το ξέχασε.

Κατά τις τρεις και μισή πάρκαρε έξω από το μεγαλύτερο Λούνα Παρκ της πόλης.

Κατέβηκε ανακουφισμένη. Ένας λαμπερός ήλιος φώτιζε την πλάση παρόλο το τσουχτερό κρύο. Το Λούνα Παρκ είχε αρκετό κόσμο. Πιτσιρίκια που ξεφώνιζαν και τραβολογούσαν τους γονείς τους της πήραν τα αυτιά.

Μπήκε πρώτα στα συγκρουόμενα και το διασκέδασε με την ψυχή της και μετά πήρε το τρενάκι του τρόμου που την οδήγησε κατευθείαν στον πύργο του κόμη Δράκουλα. Την υποδέχτηκε ο ίδιος ο κόμης με μεγάλες τιμές  και την ξενάγησε στο αραχνιασμένο αρχοντικό του.

-Θέλει ένα γερό συγύρισμα εδώ μέσα, παρατήρησε η μαμά με το έμπειρο μάτι της , όποτε θέλετε να σας στείλω την κυρία Καλλιόπη που συγυρίζει και το δικό μας.

-Αφεθείτε, γοητευτική μου κυρία, στη μαγεία της στιγμής και ξεχάστε για λίγο το ξεσκονόπανο, είπε ο κόμης.

Μετά τον ρώτησε αν είχε σκοπό να τη δαγκώσει στο λαιμό με τις δοντάρες του.

Ο κόμης παραπονέθηκε ότι τα τελευταία εκατό χρόνια η μασέλα του ήταν σε κακά χάλια  και τη διαβεβαίωσε ότι δεν σκόπευε να διακινδυνέψει τη φήμη του με μια αποτυχημένη δαγκωματιά.

Αφού έφυγε από τον πύργο των Καρπαθίων, ανέβηκε στη μεγάλη ρόδα και είδε από ψηλά τη χριστουγεννιάτικη πόλη. Στο τέλος μάζεψε το κουράγιο της και κάθισε στο πιο τρομαχτικό παιχνίδι που είχε ποτέ της μπει,  στο τρενάκι που πέφτει με ταχύτητα από μεγάλο ύψος. Επέτρεψε στον εαυτό της να τσιρίξει σαν τρελή. Κάποια στιγμή είδε στο μπροστινό κάθισμα τις ξανθές μπουκλίτσες του  Μπίσμπι . Το παιδάκι την κοίταξε σκανταλιάρικα και της έκλεισε το μάτι. Αλλά όταν βγήκαν από ένα σκοτεινό τούνελ δεν βρισκόταν πια στη θέση του.

Κατά τις έξι συνειδητοποίησε με τρόμο πως θα πρέπει να ανησυχούσαν φοβερά στο σπίτι. Κοίταξε το κινητό της και όντως είχε πέντε αναπάντητες κλήσεις. Τηλεφώνησε πως θα αργήσει λιγάκι ακόμα και μετά το έριξε σε ένα σκουπιδοτενεκέ.

Δάγκωσε με όρεξη ένα ακόμα κομμάτι σοκολάτα και μπήκε στο αυτοκίνητό της.

Το αμάξι επέμενε να πηγαίνει μόνο του. Ούτε που ασχολιόταν να του αλλάζει ταχύτητα. Εκείνο είχε τη δική του άποψη.

Στις εφτά κατέληξε έξω από ένα συνοικιακό κινηματογράφο που έπαιζε τη Μαίρη Πόπινς. Το λατρεμένο βιβλίο των παιδικών της χρόνων. Αυτό δεν έπρεπε να το χάσει για τίποτε στον κόσμο.

Στη μεγάλη οθόνη η Τζούλι Αντριους τραγουδούσε τους περίφημους γλωσσοδέτες της και έμοιαζε πανευτυχής με την παράξενη ομπρέλα της, μέχρι που είδε τη μαμά.

-Σε περίμενα, έκανε αυστηρά. Άργησες 4 και μισό λεπτά. Γιατί;

-Εμένα περίμενες; ψέλλισε χαζά η μαμά.

-Έλα, άσε τα λόγια, είπε η γκουβερνάντα, έχουμε μεγάλο ταξίδι να κάνουμε! Πιάσε την ομπρέλα. Κουνήσου, καλή μου, δεν θα νυχτώσουμε εδώ πέρα!

Της άπλωσε τη λαβή της ομπρέλας που ήταν στην πραγματικότητα ένα κεφάλι παπαγάλου.

-Μπίσμπι! Μπίσμπι! άρχισε να κρώζει ο παπαγάλος όταν η ομπρέλα απογειώθηκε.

-Πού είναι η Μαίρη; Αναρωτήθηκε η μαμά πετώντας στον ουρανό με την ομπρέλα.

-Εδώ είμαι, σε ακολουθώ, άκουσε μια φωνή πίσω της.

Ήταν στ’ αλήθεια μια θαυμάσια πτήση πάνω από τη γιορτινή πόλη, μέσα από τα μπαμπακένια σύννεφα, ανάμεσα στα αστέρια, το φεγγάρι και τους πλανήτες. Της άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις.

Στις εννέα και μισή έβαζε ευτυχισμένη και ανάλαφρη το κλειδί στην εξώπορτα του σπιτιού της.

Ο μπαμπάς ήταν έξαλλος και ο γιος της κλαψούριζε τρομαγμένος.

Μόλις την είδαν να μπαίνει με ένα τεράστιο χαμόγελο και με τα δώρα παραμάσχαλα ησύχασαν.

-Μα τι σου συνέβη σήμερα; Πού χάθηκες όλη μέρα; Ρώτησε ο μπαμπάς όχι και τόσο θυμωμένος πια.

-Έπαιζα, έκανε εκείνη αδέξια και μασούλησε ένα κομμάτι σοκολάτας.

Τότε συνειδητοποίησε αυτό που έπρεπε από ώρα να έχει καταλάβει.

-Η σοκολάτα, τραύλισε, αυτή φταίει. Κάτι έχει μέσα. Κάτι μου έκανε.

Πατέρας και γιος την κοίταξαν με απορία.

-Πού τη βρήκες; Είπε ο μπαμπάς

-Μου την έδωσε ένα παιδάκι, ένα μικρό αγιοβασιλάκι στο δρόμο.

-Ρε μαμά, πρώτον ο Άγιος Βασίλης είναι γέρος και όχι παιδάκι, έκανε υποτιμητικά ο μικρός, και δεύτερον δεν μοιράζει δώρα στους μεγάλους.

Ο μπαμπάς την πήρε από το χέρι της και δάγκωσε ένα μεγάλο κομμάτι.

-Μη, του φώναξε, θα το πάθεις κι εσύ!

-Τι θα πάθω;

-Θα σου έρθει ακατάσχετη επιθυμία να παίξεις! Θα ξαναγίνεις παιδί!

-Ε, κακό είναι αυτό;

-Δεν σου έρχεται;

-Όχι!

-Να, τώρα όπου να’ ναι θα σου ‘ρθει!

-Δεν σε καταλαβαίνω, μα την αλήθεια! Τι έχεις πάθει σήμερα; είπε βλοσυρός ο μπαμπάς και στρώθηκε στον καναπέ να δει το ματς.

-Α, ρε μαμά, πετάχτηκε ο μικρός. Πόσες φορές σου έχω πει να μην παίρνεις πράγματα από άγνωστους ανθρώπους στο δρόμο!

 Το διήγημα έχει εκδοθεί στον συλλογικό τόμο Stella's Bistro, Literary Bistro 2009-2010  της Stella Samiotou  Fitzsimons

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Αδυναμία (σονέτο)


                          Αδυναμία

 

                                                            Στον Γιώργη Γιατρομανωλάκη

 

Η μνήμη αν δεν μ’ απατά ούτε και το μυαλό

σονέτο μας ζητήσατε να γράψουμε εργασία.

Κάλλιο που το ‘χω να πνιγώ κάτω εις το γιαλό

γιατί το πράγμα ξεπερνά την κάθε φαντασία.

 

Σονέτα να σας γράψω εγώ σαφώς και δεν μπορώ

στριφτή, πλεχτή, ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία

κι όσο κι αν αγωνίζομαι, όσο κι αν προσπαθώ

δεν ημπορώ, δεν δύναμαι τοσαύτην πειθαρχία.

 

Με λέξεις μελιστάλαχτες, καμαρωτές κι ωραίες

με στίχους δεκατέσσερις και συλλαβές εννέα

για τέτοιου είδους παίδεμα δεν είμαι τόσο νέα.

 

Ουδόλως τ’ ονειρεύτηκα ούτε κι επιθυμώ

για να βαδίσω τώρα εγώ δεν έχω καν το κύρος

τους δρόμους που διαβήκανε Μαβίλης και Σαιξπήρος.

 

Χαρά Νικολακοπούλου

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Ερως γαρ ή Ο έρωτας στα χρόνια της κρίσης (μικρό διήγημα)


ΕΡΩΣ ΓΑΡ….

 

           Λοιπόν ήμασταν τέσσερις. Φιλαράκια από παλιά. Η Τζορτζίνα, η Πένυ, ο Μήτσος κι εγώ. Η Τζορτζίνα βασικά είναι ψυχούλα. Σκοτεινή φυσιογνωμία όμως, μυστηριώδες ύφος. Φιλόλογος με ειδικότητα στις υποκλοπές. Δεν υπήρχε περίπτωση να της ξεφύγει σκονάκι, στου βοδιού το κέρατο να τα είχε κρύψει το μαθητούδι. Η Πένυ είναι η γκόμενα. Λογίστρια,  με στυλ μοιραίας «απόψε κάνω μπαμ!» Ο Μήτσος μεγάλη μούρη, στα δάχτυλα τους παίζει τους υπολογιστές, έχει πέντε έξι πτυχία και στα 45 του σπουδάζει στη Φιλοσοφική. Δεινός χάκερ σημειωτέον.

          Όσο για μένα…δεν μου αρέσει να περιαυτολογώ, δηλώνω φιλόλογος επίσης, φαν των μυστηρίων παντός είδους και φουλ ερωτευμένη τον τελευταίο χρόνο. Το μωρό μου είναι ο άγγελός μου, το γούρι μου, μόνο καλά πράγματα μου συμβαίνουν από τότε που τον γνώρισα.

         Με τα παιδιά, τα μιλήσαμε τα συμφωνήσαμε και είπαμε να το ανοίξουμε το γραφείο. Δεν μπορώ να πω ότι νιώθαμε και ιδιαίτερα περήφανοι αλλά πενία τέχνας κατεργάζεται.

         Κρίσις γαρ… τα ιδιαίτερα μαθήματα σπανίζουν, ζόρικες εποχές βιώνουμε στο Ελλάντα το σωτήριον έτος  2014. Μας συνέτρεξε και ο πατέρας της Τζορτζίνας, παλιά καραβάνα στην πιάτσα, μας τα έδειξε όλα χαρτί και καλαμάρι. Κρυφές κάμερες, συστήματα παρακολούθησης, παγίδευση τηλεφώνων, κοριοί στον χώρο και τα ρέστα.

         Έριξα την ιδέα να το πούμε «Οι Άγγελοι του Μήτσου» αλλά απορρίφθηκε ασυζητητί. Το είπαμε τελικά «Μυστική Μέριμνα» νοικιάσαμε ένα παμπάλαιο τριαράκι και ρίξαμε μέσα ό,τι είχε ευχαρίστηση ο καθένας, όποια παλιατζούρα μας περίσσευε.

 Η κρίση δεδομένη αλλά το κέρατο αθάνατο σπορ του Έλληνα, δεν γνωρίζει αναδουλειές.

         Καθόμασταν λοιπόν και ξύναμε τα νύχια μας για λίγη δράση, αμάν κάναμε να πατήσει πελάτης, οπότε σκάει μύτη ο πρώτος. Ευτυχώς που ήμουνα στην τουαλέτα, έβγαζα τα φρύδια μου. Κάνω έτσι και τι να δω! Ο Μπάμπης ο Μούργος, έτσι τον έλεγα εγώ, γείτονας στον πάνω όροφο. Προλαβαίνω και χώνομαι ξανά στο μπάνιο, αφήνω τους άλλους να βγούνε μπροστά.

      Με το Μπάμπη είμαστε στα μαχαίρια, μπουνιές παίζουμε, που λέει ο λόγος. Ελόγου του και η μορφονιά του η Κατίνα  το βίο αβίωτο μου είχανε κάνει με τους ομηρικούς καυγάδες του πάνω από το κεφάλι μου.

Τι γουστάρει ο τύπος; Ψυλλιάζεται ότι η κυρία του τα «φοράει», τι άλλο;

       Πέφτουμε με τα μούτρα στην δουλειά, καταπόδι την πηγαίνουμε την κυρία, οι άλλοι δηλαδή γιατί εγώ τηρώ απόσταση ασφαλείας. Την τρίτη μέρα τη σταμπάρουμε τη δικιά μας σε ύποπτο ραντεβουδάκι με μελαχρινό νεαρό. Τυγχάνω παρούσα, βουτάω τα κιάλια και μου ‘ρχεται ο ταμπλάς. Η Κατίνα με το Χρήστο!  Χριστός κι Απόστολος! Θα την πάθω τη συγκοπή και θα ‘ναι μέρα μεσημέρι. Ο Χρήστος είναι το μωρό μου που σας έλεγα.  Το γούρι μου, ο άγγελός μου! Τι γυρεύει με την παρδαλή και από πού τα νταραβέρια μαζί της; Έχω μείνει ενεή.

      Τους παρατάω σύξυλους και γυρνάω άρον άρον στο σπίτι, πλαντάζω στο κλάμα ένα εικοσιτετράωρο, κλείνω κινητά και κατεβάζω ακουστικά. Θα τη σφάξω την κυράτσα! Πέφτω ξερή άλλες είκοσι ώρες.

Ξυπνάω την τρίτη μέρα εγκλεισμού από δυνατά χτυπήματα στην πόρτα.

-Έλα ρε ούφο, πού διάολο χάθηκες; ευγενέστατος ο Μήτσος.

Μούγκα εγώ.

-Τρεις μέρες σε ψάχνουμε, κάναμε τον κόσμο άνω κάτω!

Ξανά μούγκα εγώ.

-Για κοίτα αυτά και κόψε τις μαλακίες, μου πετάει φωτογραφίες, κασέτες, συνομιλίες, τα πάντα.

      Οι φωτό τούς δείχνουν να ανταλλάσσουν μια χειραψία αλλά πιο κοντινό πλάνο αποκαλύπτει ένα φάκελο να αλλάζει χέρια. Οι συνομιλίες είναι πιο αποκαλυπτικές. Ο Χρήστος την πληρώνει, 300 ευρώ το μήνα, άκρως καλοδεχούμενα για το εισόδημα του μικρομεσαίου. Κρίσις γαρ… Γιατί όμως; Ποιος ο λόγος;

       Η συνέχεια με αφήνει κάγκελο. Την πληρώνει για να με αφήνουν στην ησυχία μου, να πηγαίνουν αλλού να βγάζουν τα μάτια τους και να πλακώνονται, να μη μου κάνουνε τα νεύρα κρόσσια, είμαι σούπερ ευαίσθητη και το μωρό μου το ξέρει. Μέχρι να φύγω, να βρω ένα άλλο σπίτι, να ησυχάσει το κεφάλι μου, της λέει και εκείνη χασκογελάει. Θα τη γδάρω την ξετσίπωτη!  Γι’αυτό έχω βρει την ησυχία μου τον τελευταίο μήνα, έτσι εξηγείται!

      Βάζω κάτι πρόχειρο πάνω μου και πάω στην τράπεζα. Σηκώνω 5.000 χιλιάδες ευρώ, τα τελευταία μου. Μπαίνω στο πρώτο πρακτορείο ταξιδίων και κλείνω τα εισιτήρια. Ίσα που φτάνουν. Στα κομμάτια η κρίση.

       Η πτήση μας πετάει μεθαύριο, θα κάνουμε δυο στάσεις Παρίσι και Λος Άντζελες για να αλλάξουμε αεροπλάνο. Στην Ταϊτή θα το πάω το μωρό μου, πάντα ονειρευόταν να δει τα μέρη όπου έζησε ο Γκογκέν.

Δεν του το έχω πει ακόμα.

Αύριο θα το κάνω.

Θα πάρω και ένα κουταλάκι μαζί μου.

Για να με μαζεύει που θα λιώνω όταν θα με κοιτάζει στα μάτια.
 
Χαρά Νικολακοπούλου
(δημοσιεύτηκε κάποια στιγμή- δεν θυμάμαι πότε- στην ιστοσελίδα του eyelands.gr)

Η κατάρα του ταύρου (μικρό διήγημα)


Η κατάρα του ταύρου

 

-Πολύ θα ήθελα να σας ξεναγήσω στο σπίτι μου, είπε, όμως φοβάμαι πως θα μπερδευτείτε. Είναι ένα ασυνήθιστο μέρος θα έλεγα. Αποτελείται από πολυδαίδαλους διαδρόμους που διακλαδώνονται και αναδιπλώνονται. Μερικές φορές δεν βρίσκεις διέξοδο, άλλοτε πάλι γυρνάς συνέχεια στο ίδιο σημείο μέχρι που σε πιάνει απελπισία. Το φως του ήλιου δεν φτάνει εδώ κάτω γι’ αυτό μεγάλες δάδες καίνε μέρα νύχτα. Σε κάποια σημεία θα πρέπει να σας προειδοποιήσω ότι το πράγμα γίνεται επικίνδυνο καθώς ξυπνάνε τις νύχτες οι φωνές των αγοριών και των κοριτσιών που έπεσαν εδώ στα χέρια μου. Αντηχούν σπαρακτικά πάνω στα γεμάτα μούχλα τοιχώματα.

 

Όση ώρα μιλούσε δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από το μεγάλο κεφάλι τους και το θλιμμένο βλέμμα.  

 

-Θα σας φανεί μάλλον τρομαχτικό όλο αυτό, συνέχισε. Εγώ το έχω συνηθίσει. Άλλωστε δεν υπάρχουν καθόλου έπιπλα για να σας βάλω να καθίσετε ούτε και έχω εδέσματα για να σας φιλέψω. Καθρέφτη κανένα δεν θα βρείτε, οι άνθρωποι λένε πως δεν αντέχω να αντικρίσω τον εαυτό μου.  Αν ωστόσο επιμένετε θα σας συμβούλευα να έχετε μαζί σας ένα κουβάρι με νήμα για την περίπτωση που χαθείτε.

Ναι, θα το ήθελα πραγματικά να έρθετε μαζί μου, να μου κάνετε παρέα. Αισθάνομαι τρομερή μοναξιά τους τελευταίους αιώνες που όλοι με έχουν ξεχάσει. Φοβάμαι ωστόσο πως δεν θα είστε σε θέση να ξαναβγείτε.

 

Σαν να είχε αρχίσει να ξερογλείφεται μου φάνηκε.

Ξεκρέμασα από τον ώμο τη φωτογραφική μηχανή μου και άρχισα να τραβάω. Είχα βγάλει λαβράκι. Λαβράκι με κέρατα και ουρά.

-Πες μου κάτι Μίνω ( έκανα μια προσπάθεια να φανώ φιλικός) γιατί εκείνος ο απατεώνας ο Θησέας είπε ότι σε σκότωσε;

Τα βοϊδίσια μάτια του Μινώταυρου έδειξαν τρομερή θλίψη. Έξυσε αμήχανος τη χοντροκεφάλα του.

-Είναι κτήνος, είπε μόνο. Αλλά είπε την αλήθεια. Πράγματι με σκότωσε. Μου πήρε ό,τι αγαπούσα περισσότερο στον κόσμο. Αλλά και εκείνη η κακούργα η Αριάδνη με πρόδωσε αισχρά. Ήταν πικρός ο χωρισμός της. Μπουκιά δεν έβαλα στο στόμα μου από τότε, μιλιά δεν έβγαλα, σαν ζωντανός νεκρός, μαράζωσα. Θλίψη αιώνων, φίλε. Αλλά για δες του καιρού τα γυρίσματα, εκείνη την προδότρα χειρότερος  προδότης ο Αθηναίος την παράτησε ελεεινά σε ένα ξερονήσι και εκείνου του πνίγηκε ο πατέρας. Τους εκδικήθηκα, δε λέω. Έριξα βαριά κατάρα πίσω τους. Γι’ αυτό, να ξέρεις. Φυλάξου από την οργή του ταύρου!

 

Ανεμοδαρμένα ύψη της Εμιλυ Μπροντέ. Ωδή στο κακό. (Μια κριτική προσέγγιση)

                         
                              
                           ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΕΝΑ ΥΨΗ  

της  ΕΜΙΛΥ ΜΠΡΟΝΤΕ

ΩΔΗ ΣΤΟ ΚΑΚΟ

 



 

Παν/μιο Δυτ. Μακεδονίας

ΠΜΣ «Δημιουργική Γραφή»

Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας

Χαρά Νικολακοπούλου

Φεβρουάριος 2011

 
Περιεχόμενα

Άσε το κακό να μπει ή το κακό είναι ήδη μέσα;    σελ.  3

Η μυστηριώδης δεσποινίς Μπροντέ                               5

Χήθκλιφ, το σκοτεινό εγώ                                               9

Κατερίνα, ο αγώνας για την αυτοπραγμάτωση            14

Το παιχνίδι με τις ρωσικές κούκλες                              17

Μια σύγχρονη τραγωδία                                                20

Παράρτημα                                                                      25

Βιβλιογραφία                                                                  28

 

Αυτό το αλλόκοτο μυθιστόρημα προβάλλει στα μάτια μας τόσα χρόνια μετά τη δημοσίευσή του σαν ένα μαγευτικό καλειδοσκόπιο που αλλάζει διαρκώς σχήματα και προοπτική αναλόγως πώς το  προσλαμβάνει κανείς. Είναι μια εκμαυλιστική πρόκληση απέναντι στην επάρκειά μας ως αναγνώστες, καθώς εκεί που πιστεύει κανείς πως έχει κατακτήσει τα κλειδιά για την αποκωδικοποίησή του, αμέσως προκύπτει ένα καινούριο αίνιγμα. Δικαίως προβλημάτισε την κριτική γραφίδα και απέδειξε για μια ακόμα φορά ότι τα σπουδαία έργα δεν υπόκεινται στους κανόνες του χωροχρόνου ασκώντας καταλυτική επίδραση όχι μόνον όσους επιχειρήσουν να διερευνήσουν τα βαθύτερα στρώματα της γένεσης τους αλλά και στο ευρύτερο κοινό. Ανιχνεύοντας προσεκτικά τα ίχνη που άφησε πίσω του και ψηλαφώντας σε όλο και  μεγαλύτερο βάθος την εκρηκτική σύστασή του άρχισα να αντιλαμβάνομαι όλο και πιο έντονα πως δεν πρόκειται απλώς για ένα αποκύημα οργιώδους φαντασίας, ούτε βέβαια για ένα καλοστημένο σχεδίασμα νοητικής σύλληψης  παρόλο που η αριστοτεχνική δομή του στηρίζεται σε στέρεα και άρτια υλικά.  Πρόκειται, όσο κι αν ακούγεται μεγαλόστομο, για ένα έργο μυστικιστικής ορμής που σαρώνει όλες τις συμβάσεις και ξεγυμνώνει την ανθρώπινη ύπαρξη μέχρι τον πυρήνα της ανάγοντας τη δημιουργό του σε ύψος δυσθεώρητο για τα ανθρώπινα μέτρα.  Ίσως αυτή να ήταν τελικά η «ύβρις» για την οποία  η  Μπροντέ  κατέθεσε  την ίδια τη ζωή της. Καθώς το έργο προσφέρεται για πολλαπλές προσεγγίσεις, από τις ποικίλες και συχνά αντικρουόμενες απόψεις που μελέτησα παραθέτω εδώ τις πιο αντιπροσωπευτικές λόγω του περιορισμένου χώρου που είχα στη διάθεσή μου.

 

Άσε το κακό να μπει ή το κακό είναι ήδη μέσα;

«Ξεχάστηκα μπροστά τους κάτ’ απ’ τον ήσυχο ουρανό. Κοίταζα τα ζουζούνια που πηγαινόρχονταν ανάμεσα στα ρείκια και τις καμπανέλες, ανάσαινα τον απαλόν αγέρα που έπαιζε μες απ’ τα χόρτα κι αναρωτιόμουνα πώς μπορεί κανείς να φαντάζεται πως έχουν ύπνο ανήσυχο όσοι κοιμούνται σε τούτην τη γαληνεμένη γη….» ( 294)

Με αυτά τα λόγια του κυρίου Λόκγουντ μπροστά στους τάφους των πρωταγωνιστών της ιστορίας, πέφτει η αυλαία. Όλα τελείωσαν λοιπόν. Προσωρινά τουλάχιστον. Οι χθόνιες παράφορες δυνάμεις του πάθους και της οργής, ο  Χήθκλιφ και η Κατερίνα επέστρεψαν στη γαλήνη της γης. Τα ανυπότακτα παιδιά της θύελλας και της καταιγίδας που «βλάστησαν» στα ανεμόδαρτα βράχια (Ανεμοδαρμένα Ύψη) αφού εισέβαλαν στο γαλήνιο αλλά παρακμιακό σπιτικό (Θράσκρος Γκρέιτζ) και ενώθηκαν με τους εκπολιτισμένους μαλθακούς γόνους του, θεμελίωσαν μια καινούρια τάξη πραγμάτων.  Άφησαν πίσω τους μια νέα γενιά απογόνων, τα παιδιά τους (Κάθριν, κόρη της Κατερίνας  και Ερτον, γιο του αδελφού της Κατερίνας Χίντλευ),  συνδυασμό δύο ολότελα διαφορετικών ποιοτήτων  που θα ενωθούν εξαρχής για να αποτελέσουν μια καινούρια συνισταμένη δυνάμεων, προσαρμοσμένη στα καινούρια δεδομένα και γι’ αυτό ικανή να τροφοδοτήσει περαιτέρω τη ζωή. Ο Χήθκλιφ ωστόσο παραμένει αδικαίωτος. Ο δικός του γιος Λίντον, καρπός του μίσους δεν καταφέρνει να επιζήσει και να αποδώσει καινούριους βλαστούς. Το μίσος αυτό καθαυτό είναι μια χαμένη υπόθεση λοιπόν, καταδικασμένο να σβήσει στην αφάνεια. Όπου υπάρχει έστω και μια υποψία αγάπης, εκεί φύεται η ελπίδα. Είναι απορίας άξιο που οι κριτικοί βρήκαν έλλειψη ηθικού νοήματος στο μυθιστόρημα και το καταβαράθρωσαν άμα τη εμφανίσει του.

Αφηγητής και ταυτόχρονα ακροατής της ιστορίας είναι ο περαστικός και παρείσακτος  κύριος Λόκγουντ που γίνεται ωστόσο πρόφαση για να ξετυλιχθεί ο μίτος. Ξένος είναι και τέτοιος θα παραμείνει μέχρι το τέλος, ανοίκειος με τα όσα μυστηριακά και υπερφυσικά τον ζώνουν με την ανάσα τους στον παράξενο αφιλόξενο τόπο που βρέθηκε. Όμως είναι αυτός που θα βιώσει, αρχής γενομένης της ιστορίας, ένα εφιαλτικό μεταφυσικό συμβάν. Σε αυτόν επιλέγει να εμφανιστεί μια νύχτα που μαίνεται η καταιγίδα το φάντασμα της νεκρής από χρόνια Κατερίνας.

«Ένας άγριος εφιαλτικός φόβος με τύλιξε. Πήγα να τραβήξω πίσω το χέρι μου, με το άλλο χέρι δε μου το άφηνε και μια φωνή μικρή, παραπονεμένη, παρακαλούσε μελαγχολικά:

-Άσε με να ‘ρθω μέσα! Άσε με να μπω!

-Ποια είσαι; Ρώτησα πασχίζοντας να λευτερώσω το χέρι μου.

-Είμαι η Κατερίνα Λίντον, απάντησε τρέμοντας.

…………………………………………….

Και δεν άφηνε το σφίξιμο, τρελαίνοντάς με από το φόβο.

…………………………………………………………

-Φύγε ! της φώναξα. Ποτέ δε θα σ’ αφήσω να μπεις μέσα, κι είκοσι χρόνια αν με παρακαλάς.

-Είναι είκοσι χρόνια! Θρήνησε η φωνή. Είκοσι ολόκληρα χρόνια! Είκοσι χρόνια που ‘μια αποδιωγμένη». ( 27)

Για να ακολουθήσει η σπαραχτική κραυγή - κάλεσμα του βασανισμένου εραστή Χήφθλιφ.

«Έλα μέσα, έλα μέσα! Παρακαλούσε θρηνώντας. «Κάτυ, έλα μέσα! Ελα ξανά, τουλάχιστο μια φορά! Λαχτάρα της καρδιάς μου, αγαπημένη, άκουσε με τουλάχιστον τούτη τη φορά κι έλα επιτέλους, έλα, Κατερίνα, αγάπη μου!» (30)

Από τις πρώτες σελίδες η σφοδρότητα  των ανέμων του πεπρωμένου είναι ικανή να παρασύρει στη δίνη της και τον πιο αποστασιοποιημένο αναγνώστη.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Το μνημειώδες και κλασικό πια έργο της Εμιλυ Μπροντέ Ανεμοδαρμένα Ύψη[1]   είναι και το μοναδικό μυθιστόρημα της συγγραφέως και εκδόθηκε το 1847. Πρόκειται για μια ιστορία με εξαιρετική δύναμη φαντασίας που υφαίνεται γύρω από μίση και πάθη και τοποθετείται στην περιοχή των βάλτων του Γιόρκσαιρ. Το μυθιστόρημα κινείται στις παρυφές του κινήματος του ρομαντισμού, αν σκεφτούμε ότι το 1840 ήδη, το κίνημα του ρομαντισμού, στο οποίο αφιέρωσαν το πληθωρικό τους ταλέντο οι Μπάυρον, Σέλλευ, Κητς, Φόσκολο, Πούσκιν και τόσοι άλλοι,  είχε παραδώσει πια τη σκυτάλη, «η δυναμική του είχε διαλυθεί , ο ιδεαλισμός του αποτελούσε πλέον πολυτέλεια μέσα σε ένα νέο πολιτιστικό κλίμα που αξιολογούσε την επιστήμη ψηλότερα από την τέχνη, την πραγματικότητα ψηλότερα από τη φαντασία, το κατεστημένο υψηλότερα από την υπέρβαση¨ με λίγα λόγια  τον Ρεαλισμό υψηλότερα από τον Ρομαντισμό.» [2] Το έργο αποτελεί λοιπόν το ώριμο και όψιμο τέκνο μιας γόνιμης αν και παρελθούσης εποχής, το πιο μεστό δημιούργημα της.

 

 

Η μυστηριώδης δεσποινίς Μπροντέ

Για τη ίδια την  Εμιλυ Μπροντέ αλιεύουμε[3] πολύ χαρακτηριστικές πληροφορίες.  Ήταν άνθρωπος σιωπηλός και πολύ εσωστρεφής, συνεσταλμένη και σχεδόν απροσπέλαστη.  Δυνατό μυαλό, ασυνήθιστη ακόμα και για άντρα ικανότητα για λογική σκέψη, αγέρωχη θέληση  και μεγάλη ισχυρογνωμοσύνη, είναι  μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που της έχουν προσάψει. Ένα από τα έξι παιδιά του πάστορα Πάτρικ Μπροντέ , έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην περιοχή των βάλτων που τόσο παραστατικά περιγράφει, στο πρεσβυτέριο του πατέρα της, με εξαίρεση κάποιες μικρές περιόδους που έλειψε για φοίτηση ή εργαζόμενη ως δασκάλα. Εξοικειωμένη με το τραγικό μέσα από τους αλλεπάλληλους θανάτους στην οικογένεια, φαίνεται πώς διέθετε επαρκή μόρφωση και πώς είχε πρόσβαση στην πλούσια βιβλιοθήκη του πατέρα της όπου αφθονούσαν τα έργα του Γουώλτερ Σκοτ, του Μπάυρον και των άλλων πατριαρχών του ρομαντικού κινήματος.  Το σπίτι τους ήταν ένα πραγματικό λογοτεχνικό εργαστήρι, γράφει η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, όπου όταν τελείωνε το χαρτί, έγραφαν στις ταπετσαρίες, ακόμα και στα χαρτιά περιτυλίγματος.[4]

  Από πολύ νέα ύφαινε κόσμους μυστηριακούς πλάθοντας ιστορίες για το μυθικό βασίλειο του Γκόνταλ. Πριν εκδοθεί το μυθιστόρημα που την καθιέρωσε είχε κυκλοφορήσει μια συλλογή με ποιήματά δικά της και των αδελφών της, (η Norton Anthology μάλιστα την μνημονεύει περισσότερο ως ποιήτρια παρά ως πεζογράφο.)  Τα ποιήματά της θεωρούνται τα πιο συγγενικά με το μυθιστόρημα κείμενα.

In summer’s mellow midnight

A cloudless moon shone through

Our open parlour window

And rosetrees wet with dew.[5]

(Στο γλυκό μεσονύχτι του καλοκαιριού

Ένα ασυννέφιαστο φεγγάρι έλαμψε

Από το ανοιχτό παράθυρο της σάλας μας

Και τα ροδόδεντρα μουσκεμένα από τη δροσιά)[6]

Από την πρώτη κιόλας προσέγγιση, εμφανής είναι η ευλαβική προσήλωση στη γαλήνια ομορφιά της φύσης , εμφανίζεται δε το μοτίβο «παράθυρο» που θα αξιοποιηθεί ευφυώς στο μυθιστόρημα τόσο με συμβολική  όσο και κυριολεκτική έννοια.

Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη κυκλοφόρησαν το 1847, με το ανδρικό ψευδώνυμο Ellis Bell,  για να συναντήσουν την αρνητική έως και εχθρική στάση των κριτικών που χαρακτήρισαν το βιβλίο «πολύ πρωτόγονο, πολύ ζωώδες και αδέξιο στη δομή του.»[7], ενώ ο (η) συγγραφέας τους επικρίθηκε ως «πείσμων, αγροίκος, δύσθυμος και το μυθιστόρημα ένα αποταμίευμα βέβηλης κακίας»[8] .   Ανώνυμος κριτικός της Eclectic Review θα γράψει ότι «Είναι το πιο αηδιαστικό βιβλίο που διαβάσαμε ποτέ»[9] ενώ  άλλος καταξιωμένος κριτικός της εποχής σημειώνει ότι «με διαβόλους να χορεύουν και λύκους να ουρλιάζουν φτιάχνουν κακά μυθιστορήματα».[10]  Έπρεπε να μεσολαβήσουν μερικά χρόνια για  να γίνει αποδεκτό ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της εποχής που αργότερα καθιερώθηκε με τον όρο κλασικό.

Η Βιρτζίνια Γουλφ επισημαίνει «Η εμπνευσμένη σύλληψη της Εμιλυ είναι μεγάλη και ευρεία…..Κοίταξε έξω τον κόσμο- έναν διχασμένο κόσμο, γιγαντιαίας αταξίας- και ένιωσε μέσα της τη δύναμη να τον κλείσει ενοποιημένο σ’ ένα βιβλίο…οι νύξεις μιας δύναμης που υπάρχει στο βάθος της ανθρώπινης φύσης και τη μεγαλύνει, δίνουν στο βιβλίο τη μοναδική και υψηλή θέση που κατέχει στη μυθιστοριογραφία».[11]

 Τα στοιχεία που ανιχνεύουμε για την προσωπικότητα της μέσα από το βιβλίο παραπέμπουν σε ένα άτομο  που απολαμβάνει τη μοναχική ζωή στη φύση, μακριά από την οργανωμένη ζωή της πόλης, είναι επίσης καταφανής η γόνιμη φαντασία, οι βαθύτερες πρωτόγονες παρορμήσεις και το καταπιεσμένο ερωτικό ένστικτο που αναδύεται βίαια στην επιφάνεια μέσα από τον κατακλυσμιαίο τρόπο με τον οποίο δρουν οι ήρωές της.

«Η αβυσσαλέα δύναμη που  κινεί το μυθιστόρημα και τα πρωτόγονα, ζωώδη στοιχεία που κατευθύνουν τους χαρακτήρες της τάραξαν ένα μέρος της κοινής γνώμης του 19ου αιώνα.» [12]

«Όπως η Κατερίνα και ο Χήθκλιφ στα Aνεμοδαρμένα  Ύψη έτσι και τα ποιήματα της Εμιλυ Μπροντέ εκφράζουν τη λαχτάρα για έναν πιο ελεύθερο, πιο πλήρη κόσμο που υπερβαίνει τα όρια της θνητής ζωής»[13]

«…οι ιδέες της εκφράζουν με τον πιο ασυμβίβαστο τρόπο την ανατρεπτική διάθεσή της.» [14]
Τον αμέσως επόμενο χρόνο,  1848, σε ηλικία μόλις 28 ετών, η Εμιλυ πεθαίνει από φυματίωση. Λέγεται χαρακτηριστικά ότι αρνήθηκε κάθε ιατρική βοήθεια.

«Βιαζόταν να μας αφήσει. Αλλά ενώ το σώμα της έφθινε, το μυαλό της όλο και δυνάμωνε. Ποτέ στη ζωή μου δεν είδα κάτι παρόμοιο, τίποτα ανάλογο.» ομολογεί με δέος η αδελφή της Σαρλότ. [15]

Δύσκολο να μην ανακαλέσουμε την εικόνα του ταγμένου στο έργο του καλλιτέχνη ο οποίος αφότου ολοκληρώσει το δημιούργημά του παραδίδει και τη ζωή του. Σαν να αφιέρωσε ευλαβικά ολόκληρη της τη ζωή στην εκπόνηση του μοναδικού αριστουργήματος της και άμα τη ολοκληρώσει του δεν απέμεινε πια κανένας σκοπό στον επίγειο κόσμο. Οι ανυπέρβλητες φιγούρες των ηρώων που η ίδια δημιούργησε  ίσως φωτίσουν λίγο περισσότερο την αποτραβηγμένη από τα εγκόσμια, ασκητική σχεδόν μορφή της.

 

Χήθκλιφ, το σκοτεινό εγώ

Ο κεντρικός και μοιραίος χαρακτήρας καταφτάνει στην οικία των Ερνσω εντελώς αναπάντεχα και απροειδοποίητα.  Τον φέρνει στο σπίτι ο πατέρας Ερνσω ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι του στο Λίβερπουλ.

«-Κοίταξε εδώ γυναίκα τι έφερα! Ποτέ στη ζωή μου δεν κουράστηκα τόσο, μα πρέπει να το πάρουμε σα δώρο του Θεού! Αν και με τη μαυρίλα που έχει, πιότερο θα το νόμιζε κανείς  του διαβόλου παιδί!

Μαζευτήκαμε ένα γύρο, κι εγώ, κοιτώντας παν’ από το κεφάλι της μις Κάτυ, μπόρεσα να διακρίνω ένα βρόμικο, κουρελιάρικο, μαυρομάλλικο παιδί.» ( 36)

Αυτό το χωρίο έδωσε λαβή σε υπόνοιες ότι ο Χήθκλιφ ίσως ήταν το νόθο παιδί, καρπός μιας παράνομης σχέσης του κυρίου ‘Ερνσω που το λυπήθηκε και το περιμάζεψε, και ακόμα υπονοήθηκε ότι ο Χήθφκλιφ ήταν μαύρος (νέγρος) χωρίς να ευσταθεί τελικά τίποτα από τα δύο. [16]

Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι η μοναδική φορά που ο καταραμένος ήρωας παρομοιάζεται με τον διάβολο. «έμοιαζε να έχει το διάολο μέσα του», « Είναι ένας άγριος κακομοίρα μου, άγριος και άπονος, σκυλί αληθινό» ( 95),  «Άνθρωπος είναι ο κύριος Χήθκλιφ ή δαίμονας;» (124), «Δυο λέξεις μοναχά θα γράψουν τη ζωή μου- θάνατος και κόλαση!» ( 135), «Μα θεός γι’ αυτόν, το ξέρεις, είναι ο Διάβολος, και οι προσευχές του βλαστήμιες και άλλα τέτοια» ( 155). «Μα τι είναι τέλος πάντως, Θεέ μου, σκέφτηκα, δαίμονας ή βρυκόλακας;» ( 287).

Αλλά τι είναι πραγματικά το κακό, ο δαίμονας,  πέρα από τις κοινωνικές συμβάσεις και τη χριστιανική ηθική;

«Η φαντασία με την  οποία φτιάχτηκαν οι μύθοι, τα σύμβολα, οι αλληγορίες, οι παραβολές, οι μεταφορές ή οι μετωνυμίες στον χώρο της ποίησης είναι για τον κοινό νου, αλλά και για την ισχύουσα τάξη του λόγου που ρυθμίζει τη δράση και τη συμπεριφορά μας, κάτι σαν το διάβολο προσωποποιημένο, ένας δαίμονας, ένα ζιζάνιο που απειλεί να μην αφήσει τίποτα στη θέση του» γράφει η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη[17] Ο Μπατάιγ χρησιμοποιεί για την περίπτωση τη λέξη mal που έχει διφορούμενη σημασία, δεν διευκρινίζεται δηλαδή αν πρόκειται για το κακό όπως το ορίζει η κατεστημένη χριστιανική ηθική ή για τον πόνο που προκαλείται από τα πάθη.

Ο ίδιος χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα «κατάφαση της ζωής μέχρι θανάτου».

«Ο Χήθκλιφ δεν είναι άνθρωπος κακός, όπως συνήθως θεωρείται… όπως όλοι οι χαρακτήρες της Εμιλυ Μπροντέ, είναι φορέας φυσικών δυνάμεων που δρουν ανεξέλεγκτα και απρόθετα…. σαν το χείμαρρο που εκτρέπεται από τη φυσική  του κοίτη και αφανίζει ό,τι βρει στο δρόμο του.»

Φαίνεται πως, άγνωστο χάρη σε ποιες βαθύτερες εσωτερικές διεργασίες, η Μπροντέ ανέσυρε στην επιφάνεια και αντίκρισε  γυμνό το τρομακτικό πρόσωπο της ανθρώπινης βαρβαρότητας, τον πρωτόγονο Αλλο, τις καταχθόνιες δυνάμεις με άλλα λόγια που  ελλοχεύουν στο ανθρώπινο ασυνείδητο. Για να κατορθώσει να το τιθασεύσει στοιχειωδώς και να το εκπολιτίσει ώστε να γίνει επιεικώς ανεκτό ως ανθρώπινο ον, (ας θυμηθούμε τη Μαίρη Σέλλευ η οποία εμφύσησε ψυχή στο τέρας που κατασκεύασε ο Φρανκενστάιν) ήταν υποχρεωμένη να το μπολιάσει με την υπέρτατη δύναμη που είναι σε θέση να επιτύχει αυτόν τον άθλο και που δεν μπορεί να είναι άλλη από την αγάπη. Πρόκειται βέβαια για  μια αγάπη θρησκευτικής έντασης, κατανυκτική και ιερή. Ένα συναίσθημα τέτοιας ποιότητας και έντασης , αποκαθαρμένο από οποιοδήποτε περιττό στοιχείο, είναι άλλωστε και η μοναδική δύναμη στο σύμπαν που είναι σε θέση  να τιθασεύσει τις τερατώδεις δυνάμεις του  ανθρώπινου ψυχισμού.

 Για να ξαναγυρίσουμε στην ιστορία μας, μεγαλώνοντας ο Χήθκλιφ θα αναπτύξει μια στενή σχέση με την κόρη των Ερνσω , την Κατερίνα που προσιδιάζει περισσότερο την αγάπη των ιδανικών διδύμων και λιγότερο εκείνη των εραστών, είναι η αλήθεια,  και αυτή η αγάπη θα γίνει λυσσαλέα  μανία για εκδίκηση όταν η Κατερίνα θα επιλέξει να παντρευτεί τον ευγενικό και κακομαθημένο Εντγκαρ Λίντον, που κατοικεί στη  γειτονική έπαυλη Θράσκρος Γκρέιντζ ή Βίλα.

Ένα ανελέητο αγρίμι, άξεστος, απολίτιστος, κακότροπος, βίαιος, βλάσφημος, αντικοινωνικός, εκδικητικός που δεν διστάζει να χλευάσει τα ιερά και τα όσια, να χειροδικήσει σε γυναίκες, να εξαπατήσει, να εκβιάσει, να αποκομίσει κέρδη με ανόσιους τρόπους, όπως αφήνεται να υπονοηθεί κατά τη διάρκεια της τρίχρονης απουσίας του οπότε επιστρέφει λίγο πιο πολιτισμένος και αρκετά πλούσιος.

Ιδού λοιπόν ένας γνήσιος αντιήρωας.

Πολλοί χαρακτηρίζουν τον Χήθκλιφ τυπικό βυρωνικό πρότυπο.[18]

Εύλογα αν αναλογιστούμε τα χαρακτηριστικά αυτού του είδους ανθρώπου που ο Μπάυρον μέσα από τα έργα του δημιούργησε:

Εγωπαθής και υπερόπτης, με υψηλό επίπεδο εξυπνάδας και διόρασης, υποφέρει από ένα ανομολόγητο έγκλημα και συνήθως έχει πίσω του ένα βασανισμένο παρελθόν, είναι μυστηριώδης, αινιγματικός και σεξουαλικά ακαταμάχητος. Έχει την ικανότητα να ασκήσει κοινωνική και ερωτική εξουσία., ταυτόχρονα επιδεικνύει αποστροφή για τους κατεστημένους θεσμούς, είναι ένας απόβλητος, εξόριστος, απόκληρος. Είναι κυνικός και αυτοκαταστροφικός. Εν γένει διαθέτει όλα εκείνα τα σκοτεινά χαρακτηριστικά που δύσκολα συνδυάζονται με την εικόνα του ήρωα που έχουμε όλοι στο μυαλό μας. Για να κατανοήσουμε την αφόρμηση και  πηγή έμπνευσης από όπου αντλεί τα χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή της η Μπροντέ, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι της εποχής που προηγήθηκε του συγκεκριμένου έργου.

Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου 1776  του Γκαίτε άσκησε τεράστια επίδραση στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Ένταση συναισθημάτων, πάθος, ερωτική εμμονή αλλά και ένα γενικευμένο κλίμα απαισιοδοξίας και μια σειρά από συναισθηματικές ακρότητες εμποτίζουν με τα ανάλογα συναισθήματα τους αναγνώστες. Το έργο αυτό υπήρξε ο προάγγελος για εξίσου δυνατούς χαρακτήρες στον χώρο της λογοτεχνίας  και εξέφρασε «τον βαθιά ριζωμένο πόνο, από τον οποίο υπέφεραν όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι την εποχή του Ρομαντισμού». [19] Την πιο πλήρη εικόνα όμως που αφομοιώνει δημιουργικά όλες τις ταραγμένες ψυχικά προσωπικότητες, την αποδίδει ο Λόρδος Μπάυρον με το αριστούργημα του Δον Ζουάν. Εκεί ξεδιπλώνεται σε όλη την πολυπλοκότητά της «η περσόνα του δανδή, του αριστοκράτη, του γυναικά, του κοινωνικά και πολιτικά απόβλητου, του επαναστάτη.»[20]  Ο ήρωας  «συγχέει το καλό με το κακό και σχεδόν εκλαμβάνει για πεπρωμένο τις πράξεις της βούλησης».[21]  Την ίδια εποχή θα συναντήσουμε έντονη στους εκπροσώπους του ρομαντικού κινήματος την απόρριψη της συμβατικής ηθικής, μια απέχθεια για το αστικό περιβάλλον και τη λαχτάρα τους να υπερασπίσουν το δικαίωμά τους να ζήσουν πέρα από τα όρια του καλού και του κακού, σύμφωνα με τις προτροπές του Νίτσε.

Εξάλλου η γοτθική λογοτεχνία με την πίστη στο υπερφυσικό, την νοσηρή ατμόσφαιρα, το αίνιγμα και το μυστήριο, τη βία, την σκοτεινότητα και τη φρίκη, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως όχημα για την υπέρβαση των πολιτικών, σεξουαλικών και ηθικών ορίων, επηρέασε βαθύτατα τους άγγλους ρομαντικούς. Ο Σέλλεϋ δημιουργεί τον έκπτωτο Τιτάνα Προμηθέα Λυόμενο, 1820, ο Μπάυρον έναν ακόμα δαιμονικό ήρωα, τον Γκιαούρ, απόκοσμο, πνεύμα ανυπόταχτο, βλοσυρό και κακούργο, ο Κητς επιδεικνύει ιδιαίτερη αδυναμία στις «χλωμές σαν νεκρές» φιγούρες και το πιο αξιομνημόνευτο, η Μαίρη Σέλλευ γράφει το 1818 τον θρυλικό Φρανκενστάιν, όπου ένα τέρας με ψυχή, ένα δαιμονικό πτώμα τριγυρίζει μισητό από όλους σκορπίζοντας τη φρίκη και το θάνατο σε όσους το έβλαψαν. [22]

Η περσόνα του Χήθκλιφ αντικατοπτρίζει λοιπόν την έννοια της ετερότητας, τον τρομαχτικό Άλλο που εισβάλλει σε ένα καθώς πρέπει σπιτικό με ιερόσυλες διαθέσεις; Θα μπορούσε να είναι κι έτσι, αν το ανίερο, το βέβηλο, το ανυπόταχτο με άλλα λόγια πνεύμα δεν κατοικούσε ήδη σε αυτό το σπίτι. Μιλάω βέβαια για το έτερον ήμισυ του Χήθκλιφ, τη σύντροφο στις αταξίες και στον έρωτά του, την εξίσου μοιραία φιγούρα της Κατερίνας Ερνσω, αργότερα Λίντον.

 

 

 

Κατερίνα, ο αγώνας για την αυτοπραγμάτωση

«Βέβαια κι αυτή είχε κάτι φερσίματα, που δεν τα’ χω ξαναδεί σε άλλο κορίτσι. ………. Ένα άγριο, πονηρό βρομοθήλυκο ήτανε, μα είχε τα πιο όμορφα μάτια και το πιο γλυκό χαμόγελο και το πιο ανάλαφρο περπάτημα σ’  όλη την περιοχή» ( 41)

Με αυτά τα λόγια περιγράφει η οικονόμος Νελλυ Ντην την Κατερίνα Ερνσω. Και βέβαια δεν θα περιμέναμε να βρούμε σε αυτή την ιστορία ένα γλυκό κοριτσάκι με ξανθές μπούκλες καθισμένο ήσυχα δίπλα στο τζάκι. Η Κατερίνα γίνεται από την αρχή η ψυχή της ιστορίας και η αξεχώριστη παρέα του Χήθκλιφ σε όλες τις διαβολεμένες αταξίες που οργανώνουν μαζί και φέρνουν σε απόγνωση τους ενήλικες.

Η αγάπη της για αυτόν αρθρώνεται μεστά και σπαραχτικά σε μια αλησμόνητη εξομολόγηση.

«Η αγάπη μου για τον Λίντον είναι σαν τις φυλλωσιές στο δάσος¨ θα αλλάξει με τον καιρό όπως αλλάζουν και τα δέντρα το χειμώνα. Μα η αγάπη μου για τον Χήθκλιφ είναι σαν τους αιώνιους βράχους που ένα κομμάτι τους μοναχά βλέπεις παν’ απ’ τη γη- όλο το άλλο αδιόρατο, βαθιά ριζωμένο, μα τόσο πιο στερεό… Νέλλυ, ο Χήθκλιφ είμαι εγώ! Βρίσκεται πάντα στο μυαλό μου, όχι σαν ευχαρίστηση μα σαν το ίδιο μου το είναι. Μη μιλάς λοιπόν για χωρισμό. Είναι κάτι ακατόρθωτο, κάτι που δεν μπορεί ποτέ να γίνει…» ( 77)

Αδύνατον να μην ανακαλέσω εδώ τη σπαρακτική ομολογία μιας άλλης εξίσου τραγικής φιγούρας του παγκόσμιου ρεπερτορίου δια χειρός Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα «Ο γιος σου ήταν το δροσερό νερό που θα μου ‘φερνε παιδιά, υγεία. Μα ο άλλος ήταν το σκοτεινό ποτάμι που κυλάει κάτω απ’ τις φυλλωσιές. …. Έτρεχα στο γιο σου που ήταν κρύος κρύος σαν ένα μικρό παιδάκι από νερό. Κι ό άλλος έστελνε ξωπίσω μου χιλιάδες πουλιά που μ’ εμπόδιζαν να προχωρήσω[23] . Παρόμοια παραφορά, ίδιος ο πόνος και η εγκατάλειψη στις προσταγές του πεπρωμένου και αξιοσημείωτη η απουσία προσωπικής ευχαρίστησης από την  διάπραξη της απιστίας.

Και βέβαια η Κατερίνα δεν μπορεί παρά να είναι αυτή που είναι. Ένα αγοροκόριτσο, ατίθασο αγρίμι που τρέχει ξυπόλητη στα λιβάδια, μουσκεύει στη βροχή μέχρι το κόκαλο τη νύχτα που φεύγει ο Χήθκλιφ, αψηφά τις καταιγίδες, μένει με τα βρεγμένα μέχρι να αρπάξει άσχημο κρυολόγημα και εισβάλλει απρόσκλητη στη γειτονική αγροικία και παλεύει με τα σκυλιά που την τραυματίζουν.

Τις τελευταίες της ώρες κάθεται μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο «ήσυχη, έπαιρνε μιαν άλλη ομορφιά θα την έλεγα υπερκόσμια.» Προσβλέπει στη φύση σαν καταφύγιο ηρεμίας, σοφίας αλλά και ίασης. Βέβαια η σοκαριστική αποκάλυψη προκύπτει για τον αναγνώστη όταν υπολογίσει την ηλικία της. Η Κατερίνα γνωρίζει τον Χήφκλιφ στα παιδικά της χρόνια, είναι 16 χρονών όταν εκείνος φεύγει και εκείνη παντρεύεται τον Λίντον, και τρία μόλις χρόνια μετά πεθαίνει έχοντας γεννήσει ένα κοριτσάκι. Είναι λοιπόν μόλις 19 χρονών όταν συμβαίνουν τα μοιραία και τραγικά γεγονότα και ο Χήθκλιφ είναι λίγο παραπάνω, στα 20.

Η Κατερίνα αντιπροσωπεύει λοιπόν μια γυναικεία φιγούρα από αυτές που δεν τις έχουμε σίγουρα συνηθίσει, αντισυμβατική, ανατρεπτική, απρόβλεπτη, αλαζονική, υπεροπτική, με θανατηφόρο πείσμα.

Θέση δεν έχουν εδώ οι λεπτεπίλεπτες, άψογα προσαρμοσμένες κοινωνικά θηλυκές υπάρξεις που με παιχνιδιάρικη διάθεση ψηλαφούν ανώδυνα τους κανόνες της καθεστηκυίας τάξης κινούμενες μέσα στα αυστηρά περιφραγμένα σύνορα της ενδεδειγμένης ηθικής και τις οποίες περιέγραψε λίγα χρόνια νωρίτερα η άλλη μεγάλη της αγγλικής λογοτεχνίας, η Τζέιν Οστεν. (βλ. Περηφάνια και Προκατάληψη). Στην ιδιοσυγκρασία της Κατερίνας Ερνσω όλα τα παραπάνω δεδομένα τινάζονται κυριολεκτικά στον αέρα.

Κι  αυτό δεν είναι παράξενο αν αναλογιστούμε ότι «οι απαρχές της ρομαντικής λογοτεχνίας είναι συνυφασμένες με το «είμαι», την κατηγορηματική τούτη διατύπωση της προσωπικής ταυτότητας που υπερασπίζεται τη μοναδικότητα του εαυτού και τη μη υπαγωγή της προσωπικότητας σε ηθικές και κοινωνικές συμβάσεις.»[24] Δεν θα ήταν άτοπο εδώ να υποστηρίξουμε ότι η προσωπικότητα της Κατερίνας αποτελεί  έναν προάγγελο του φεμινιστικού κινήματος, το οποίο τότε βρισκόταν στα σπάργανα, που έλκει αναλογίες από τις ανυπότακτες ηρωίδες αλλά και από την ίδια την αντισυμβατική ζωή της Γεωργίας Σάνδη.

Αποτελεί ακόμα έναν μακρινό απόηχο της πανάρχαιας παγανιστικής λατρείας του θηλυκού. Κι αυτό προκύπτει εύλογα αν κοιτάξουμε άλλη μια φορά τη ζωή της. Ανδρική φιγούρα δεν υπάρχει που να έχει τη δύναμη να την υποτάξει. Ο Χήθκλιφ τη λατρεύει μέχρι θανάτου και ακόμα πιο πέρα, ο σύζυγός της επίσης, πατέρας δεν υπάρχει για να της επιβληθεί, και ο αδελφός της αδιαφορεί παραδομένος στη μέθη και στην ασωτία. Είναι μόνη της λοιπόν, υπόλογη μόνον στον εαυτό της και κινούμενη μέσα στα περιορισμένα πλαίσια του περίγυρού της, απόλυτα ελεύθερη.

Ελεύθερη να διαπράξει τα μοιραία εκείνα λάθη που θα την καταστρέψουν και τα οποία θα υποστηρίξει με σθένος μέχρι τέλους.

«Ο αρχετυπικός μύθος των Ανεμοδαρμένων Υψών αφορά λοιπόν μια Αρχική Μητέρα (την ΚΑΘΡΙΝ),  θυγατέρα της Φύσης που εξέπεσε και διασπάστηκε σε τέσσερις υποστάσεις- δύο μείζονες και στοιχειακές (Κάθριν, Χήθκλιφ) και δύο ελάσσονες, ηπιότερες ( Κάθριν ΙΙ και Ερτον). Οι άγριες πρωταρχικές υποστάσεις γύρισαν πίσω και χάθηκαν στη φύση. Οι άλλες ,  που ήσαν επιδεκτικότερες στη μάθηση, έμαθαν να γράφουν και να διαβάζουν» [25]

Σίγουρα επίσης αντλεί την ιδιομορφία της από την πλούσια παρακαταθήκη που έχει καταθέσει η ρομαντική γραφίδα και αποτυπώνει με τρόπο ανυπέρβλητο την εσωτερική ευαισθησία, τη δύναμη του πνεύματος, τη διάθεση για εξέγερση και την ασίγαστη λαχτάρα για αυτοσυνειδησία, αυτονομία και αυτοπραγμάτωση μπολιασμένη με ένα δυνατό ένστικτο απόρριψης κάθε κοινωνικής συμβατικότητας και κάθε παραδεδεγμένης ηθικής τάξης των πραγμάτων.

Μετά το θάνατο του Χήθκλιφ, ενώνεται μαζί του σε μια άλλη μυστική διάσταση, αξεχώριστοι όπως το είχε προβλέψει στο πάνθεον των αιώνιων εραστών της παγκόσμιας μυθολογίας.

«Κι όμως αυτός ο γέρος που βλέπετε τώρα καθισμένο στη φωτιά, ο Ιωσήφ, ο παλιός μας φίλος, βεβαιώνει πως μια νύχτα βροχερή, κοιτώντας από το παράθυρο, τους είδε και τους δυο να περπατούν αγκαλιασμένοι…» ( 293)

 

Το παιχνίδι με τις ρωσικές κούκλες (Ποιος αφηγείται και πώς)

Εξερευνώντας τη δομή του μυθιστορήματος, θα διακρίνουμε εξ αρχής ξεκάθαρα ότι βασίζεται σε ένα στέρεα δομημένο σχήμα, ένα καλοστημένο σκελετό και ξετυλίγεται αβίαστα και με απόλυτη αληθοφάνεια.  Ο  λογοτεχνικός όρος που ταιριάζει εδώ είναι οι Ρωσικές κούκλες ή αλλιώς Κινέζικα κουτιά. Έχουμε με άλλα λόγια πολλαπλούς αφηγητές (και αφήγηση μέσα στην αφήγηση.)  Ο αρχικός αφηγητής είναι ο κύριος Λόκγουντ, ένας κάτοικος της πόλης, περαστικός από τα Ανεμοδαρμένα Ύψη  (Πύργο) που θέλγεται από την ομορφιά του τοπίου και του σπιτιού (Βίλα) και επιθυμεί να το νοικιάσει από τον Χήθκλιφ. Έτσι έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τον μονόχνοτο οικοδεσπότη και να … εντυπωσιαστεί από τους άξεστους τρόπους του. Στη Βίλα που τελικά νοικιάζει και διαμένει αρρωσταίνει και έχοντας ως μοναδική συντροφιά του στην ερημιά την ηλικιωμένη οικονόμο Νέλλυ Ντην, την παρακαλεί να του αφηγηθεί την ιστορία των παράξενων ενοίκων που γνώρισε στον Πύργο. Από εκεί και πέρα αναλαμβάνει τα ηνία της αφήγησης η οικονόμος, η οποία γνωρίζει από πρώτο χέρι όλες τις λεπτομέρειες αφού έχουν μεγαλώσει στα χέρια της τόσο οι πρωταγωνιστές της ιστορίας όσο και τα παιδιά τους. Είναι λοιπόν το πιο κατάλληλο πρόσωπο. Βέβαια σε διάφορα σημεία της αφήγησης υπάρχουν μικρά διαλείμματα που προκύπτουν από λογική αναγκαιότητα. Π.χ. η αφήγηση διακόπτεται όταν πέφτει η νύχτα και πρέπει να κοιμηθούν ή όταν ο κύριος Λόκγουντ αναχωρεί για την πόλη και επιστρέφει λίγους μήνες μετά για να βρει τον Χήθκλιφ πεθαμένο πια.

Όμως μέσα στην ιστορία που αφηγείται η Νέλλυ και μεταφέρει σε εμάς ο Λόκγουντ υπάρχουν εμβόλιμες τέσσερις ακόμα αφηγήσεις. Έτσι στο κεφάλαιο 6 ο Χήθκλιφ της αναφέρει πώς ο ίδιος με την Κατερίνα τρύπωσαν στη γειτονική έπαυλη των Λίντον. Στο κεφάλαιο 17 η Ισαβέλλα, γυναίκα του Χήθκλιφ,  της εξιστορεί τις τραγικές συνθήκες ζωής δίπλα στον σύζυγό της καθώς και την απόφασή της να τον εγκαταλείψει. Στο κεφ. 24 η κόρη του Λίντον και της Κατερίνας, Κάθυ της εξομολογείται πως πηγαίνει κρυφά στον Πύργο για να δει τον άρρωστο εξάδελφό της, γιο του Χήθκλιφ και τέλος το ίδιο συμβαίνει στο κεφ. 30 με την αφήγηση της καμαριέρας Ζίλα. Έτσι έχουμε την άποψη και άλλων προσώπων για τα γεγονότα, επίσης καλύπτεται με λογικό τρόπο το χάσμα που προκύπτει καθώς η Νέλλυ δεν είναι φυσικά δυνατό να παρίσταται σε όλα τα γεγονότα.

Η επιλογή της Νέλλυ Ντην ως βασικής αφηγήτριας είναι πραγματικά ευφυής. Με αυτόν τον τρόπο η συγγραφέας παίρνει την αναγκαία απόσταση από τα δραματικά γεγονότα που εκτυλίσσονται και ισορροπεί τις καταστάσεις με τρόπο μοναδικό. Όλα κινούνται «κατά το εικός και το αναγκαίο». Η οικονόμος είναι ένα πρόσωπο θετικό, προσγειωμένη, καλόκαρδη, συμπονετική, νουνεχής, με αναπτυγμένο το μητρικό ένστικτο αλλά και στεντόρεια τη φωνή της λογικής που προσπαθεί να συνετίσει τους ήρωες και να τους λογικέψει στις παράλογες, υποκινημένες από το πάθος πράξεις τους. Δεν είναι λοιπόν ένα πρόσωπο παθητικό, συμμετέχει ενεργά και εκπροσωπεί την κοινή γνώμη, (το ρόλο που έχει ο χορός σε μια τραγωδία),  θα μπορούσαμε να  πούμε.  Κρίνει ψύχραιμα και αξιολογεί από απόσταση ασφαλείας διαθέτοντας τα απαραίτητα εφόδια της καλής γνώμης και της αγάπης για τα δυστυχισμένα πλάσματα που σπαράσσονται μπροστά στα μάτια της. Κι όταν δεν μπορεί να βοηθήσει, αναλαμβάνει τουλάχιστον να επουλώσει τις πληγές τους. Απέναντι στην Κατερίνα επιστρατεύει μια αίσθηση  χιούμορ για τις οριακά δραματικές αντιδράσεις της.  «Τέτοια ξεσπάσματα και άγιος θα τα βαριότανε, ένα κάθε λίγο» ( 108), «Έκανα πως δεν πρόσεξα τα χάλια και τις υπερβολές της και ρώτησα τυπικά» ( 110), «Ο κύριος δεν έχει ιδέα για τις ανωμαλίες σας, κυρία! Και ούτε βέβαια φαντάζεται πως θεληματικά μπορείτε να πεθάνετε από πείνα!» ( 111), «Δεν αφήνετε τώρα αυτά τα μωρουδίσματα; είπα»(  112)

Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι η συγγραφέας παίρνει την απόστασή της από τα τεκταινόμενα τραγικά συμβάντα. Παρεμβάλλοντας ένα τέτοιο πρόσωπο ως φίλτρο μέσα από το οποίο πληροφορούμαστε τα γεγονότα, δημιουργείται το ιδανικό αντίβαρο στις υπερβολικά φορτισμένες ψυχικές καταστάσεις των ηρώων και στο ατελείωτο γαϊτανάκι από θανάτούς και τραγωδίες που πλήττει τους ήρωες.

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη ισχυρίζεται μάλιστα πως με αυτό το πρόσωπο ταυτίζεται η συγγραφέας και όχι με την Κατερίνα, όπως ίσως πιστέψει κανείς με την πρώτη ματιά. «Είναι βάσιμο, επομένως, να υποθέσει κανείς ότι η Μπροντέ σε συμφωνία με το κοσμοείδωλο της και τη φιλοσοφία που της υπαγορεύει, ταυτίζεται κατ’ ανάγκην με την οικονόμο Νέλλυ Ντην και τον διπλό της ρόλο να είναι μέρος του μύθου και ταυτοχρόνως ο μοναδικός εκφραστής της διάνοιας που σχολιάζει τον παραλογισμό που σημαδεύει το μύθο, στην προσπάθειά της να καταλάβει τη λογική του.»[26]

Με την επιλογή των συγκεκριμένων αποστασιοποιημένων αφηγητών (Νέλλυ Ντην, κύριος Λόκγουντ) δεν θα ήταν άστοχο να ισχυριστούμε ότι η συγγραφέας εισάγει στο έργο της κάποια ρεαλιστικά στοιχεία. Δεν ήταν άλλωστε δυνατόν να της διαφεύγει η ραγδαία εξάπλωση του ρεαλισμού που είχε ήδη αναλάβει τα ηνία στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι της Ευρώπης.

 

Μια σύγχρονη τραγωδία

«Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των άγγλων ρομαντικών είναι η τεράστια σημασία που δίνουν στη φαντασία και ο ιδιαίτερος τρόπος που την αντιμετωπίζουν. Καθετί υπάρχει επειδή και όπως το βλέπουμε. Ο Blake και οι ρομαντικοί βλέπουν με τα μάτια της φαντασίας και αυτό τους επιτρέπει να δουν το υπερβατικό ιδανικό πέρα από την επιφανειακή πραγματικότητα.» [27] .

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο ρομαντισμός ήταν ένα ξέσπασμα, ένα είδος επανάστασης που ανέτρεψε τις θεωρίες  της δημιουργικότητας, τους κανόνες της ομορφιάς, τα ιδανικά, καθώς και τους τρόπους έκφρασης.

Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα  η κατεστημένη ηθική ξηλώνεται εις τα εξ ων εσυνετέθη, οι πρωτόγονες ορμές, τα βίαια ένστικτα και οι συγκινησιακές παρορμήσεις είναι καταιγιστικά, οι κοινωνικές συμβάσεις και οι θεσμοί χλευάζονται.  Δεν έχουν θέση εδώ οι δακρύβρεχτες μεγαλοστομίες ούτε οι φλύαροι μελοδραματισμοί, στοιχεία με τα οποία ταυτίστηκε κάποια στιγμή το ρομαντικό κίνημα. Ο λόγος είναι μεστός, τραχύς και στέρεος, οι εξομολογήσεις σπαρακτικές και λιτές σαν τα ανεμοδαρμένα βράχια τους τοπίου, οι άνθρωποι είναι γυμνοί, εκτεθειμένοι απέναντι στον εαυτό τους και στην τραγικότητα της ύπαρξής τους.

Μιλάμε για ένα έργο που είναι βαθύτατα θρησκευτικό αλλά που δεν άπτεται έστω και στο ελάχιστο της χριστιανικής ηθικής. Αντιθέτως πρόκειται για ένα έργο «βλάσφημο και ανήθικο» όπως χαρακτηρίστηκε και έχει προκαλέσει την απορία των μελετητών πώς είναι δυνατόν να έγραψε κάτι τέτοιο η κόρη ενός πάστορα. Ο μόνος που πρεσβεύει τη χριστιανική ηθική είναι ο μισάνθρωπος, μισότρελος υπηρέτης Ιωσήφ, και είναι αυτό αρκετά πιστεύω εύγλωττο.  Εδώ οι κανόνες πράγματι ανατρέπονται. Οι άνθρωποι δεν είναι πλάσματα του Θεού, αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης και μόνον στους δικούς της νόμους υπακούν, είναι κακοτράχαλοι σαν το τοπίο που τους περιβάλλει, αποκομμένοι από την ζωή μιας οργανωμένης κοινωνίας, τραχείς, μαστιγωμένοι από τις  καταιγίδες του πεπρωμένου, εκτεθειμένοι στη μανία της φύσης και της μοίρας χωρίς να φυλάγονται, χωρίς να προστρέχουν εύκολα στη ζεστασιά τους σπιτιού. Είναι ημιπολιτισμένοι, ημιάγριοι, σε παρόμοια κατάσταση βρίσκεται και η συναισθηματική τους ηθική, μισή ζωώδης, μισή ανθρώπινη. Κι εκείνοι που ξεφεύγουν από αυτόν τον κανόνα διαθέτοντας την απαραίτητη παιδεία, ανθρωπιά και λεπτότητα αισθημάτων, όπως ο σύζυγος της Κατερίνας Εντγκαρ καθώς και η αδελφή του Ισαβέλλα, γίνονται εύκολα βορά στα βίαια ένστικτα των πρωταγωνιστών που ξεριζώνουν καθετί στο δαιμονικό πέρασμα τους.

«Μια σύγχρονη εκδοχή του αρχαίου δράματος, το χαρακτηρίζει η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη σημειώνοντας ότι «η αληθινή λογοτεχνία … μας φέρνει αντιμέτωπους με την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης». [28]

Αξίζει να διερευνήσουμε αυτή την άποψη.

Έχουμε πληροφορίες ότι ανάμεσα στα διαβάσματα της Μπροντέ συγκαταλέγονταν οι αρχαίοι τραγικοί με προεξάρχοντα τον Ευριπίδη. Πράγματι η όλη σύλληψη μοιάζει να έχει αντλήσει από τους νόμους και τα νάματα της αρχαίας τραγωδίας. Όπως ήδη είπαμε, όλα συμβαίνουν «κατά το εικός και το αναγκαίο», υπάρχει δηλαδή  λογική συνοχή, ένας βασικός κανόνας της αρχαίας τραγωδίας, και αυτό σημαίνει ότι κάθε σκηνή οδηγεί αναγκαστικά προς την επόμενη και όλες μαζί προς τη λύση του δράματος. Εδώ ισχύει η αρχή ότι πρέπει όλα να είναι δυνατά, να έχουν την τάση να γίνουν πραγματικότητα σύμφωνα με τους εσωτερικούς νόμους της ύπαρξης.  Δυνατό είναι μια πραγματικότητα τυπική όπου  χωρούν και υπερφυσικά η φανταστικά συμβάντα αρκεί να ανταποκρίνονται προς την πραγματικότητα που υφίσταται μέσα στη συνείδηση και την πίστη του αναγνώστη. Το δυνατό συμπληρώνεται  με την έννοια του πιθανού, του πιστευτού δηλαδή, που δεν πρέπει να νοηθεί μόνο από λογικής πλευράς, αλλά περισσότερο από αισθητικής και ηθικής πλευράς. Οι αρετές του μύθου[29], κατά τον Αριστοτέλη: «το ποιητικό  έργο είναι ένα οργανικό όν, ένα ζώον,  όπως λέγουν οι αρχαίοι. Δεν είναι δηλαδή άθροισμα μερών…αλλά είναι σύνθεσις μερών» [30]

 Ως τέτοιο διαθέτει ορισμένες χαρακτηριστικές ιδιότητες και αρετές: ολοκληρία, πρέπει δηλαδή να αποτελεί ένα όλον, το οποίον να έχει οργανική αρχή, μέση και τέλος, μέγεθος ευσύνοπτον, ώστε να μπορεί με ευκολία ο αναγνώστης να  έχει επίβλεψη της αρχής, της μέσης και του τέλους, τέλος ενότητα, η οποία δεν  έγκειται τόσο στην ενότητα γύρω από το πρόσωπο του ήρωα. «Βέβαια κάθε δράμα έναν κυρίως ήρωα πρέπει να έχη, ειδεμή διασπάται η ενότης του»[31]   Κυρίως ενδιαφέρει εδώ η ενότητα της πράξης, του χώρου και του χρόνου.

Από θεματικής άποψης δεν είναι δύσκολο να εντοπίσουμε τα αρχετυπικά στοιχεία του μύθου στις τραγωδίες του Ευριπίδη. Στη Μήδεια π.χ. μέσα από τον προδομένο έρωτα και την καταναγκαστική εξορία γεννιέται και χαλυβδώνεται η επιθυμία για εκδίκηση. Γίνεται όμως φανερό ότι σε μια ψυχή  που γεννιέται τέτοιο μίσος μπορεί να βλαστήσει και η πιο ισχυρή αγάπη. Ενώ στον Ηρακλή Μαινόμενο ενυπάρχει το μοτίβο της μανίας που κυριεύει τον ήρωα με αποτελέσματα φριχτά για τον ίδιον κάνοντας καταφανές το ευμετάβλητο και την τραγικότητα του ανθρώπινου μεγαλείου. Στον Ιππόλυτο πάλι το παράφορο ερωτικό πάθος συσκοτίζει το νου οδηγώντας σε επαίσχυντες πράξεις με τραγική κατάληξη.

Όμως εδώ είναι αναπόφευκτο να μιλήσουμε για ποίηση. Κι αυτό γιατί το έργο έχει χαρακτηριστεί ως βαθιά ποιητικό. Στον πυρήνα της δημιουργίας του το πρωταρχικό υλικό είναι μια άγριας ομορφιάς και θρησκευτικής έντασης ποίηση, γεγονός που έχουν επισημάνει οι κριτικοί συγκρίνοντάς το με το ελισαβετιανό δράμα και τονίζοντας ότι «η γλώσσα του και η σοβαρότητα των προθέσεών του είναι ποιητικής τάξης»[32]

Και ποιο είναι εντέλει το έργο της ποίησης;

Η ηδονή, απαντά ο Αριστοτέλης, ή αυτό που ονομάζουμε εμείς αισθητική συγκίνηση, η οποία συνάγεται αβίαστα από τη συμπάθεια (με την έννοια του συμπάσχω) όταν δηλαδή ο θεατής (εδώ αναγνώστης) βιώνει ψυχικές καταστάσεις ξένες προς αυτόν και μετέχει σε αυτές «ώστε να ικανοποιείται η έμφυτη τάση του προς το παθαίνεσθαι. Αυτή η αποπλήρωσις αποτελεί ουσιώδη πηγή της ηδονής που δοκιμάζομεν και όταν ακόμη βλέπωμεν παριστανόμενα πράγματα δυσάρεστα και τρομερά»[33]

Ίσως  αυτό ακριβώς να είναι ένα από τα στοιχεία στα οποία οφείλεται η ανεξίτηλη μέσα στο χρόνο απόλαυση που προσφέρει αυτό το μυθιστόρημα αλλά και η αναπόδραστη γοητεία του και αινιγματική επιρροή που ασκεί στον αναγνώστη.

 

 

 

Σημειώσεις.

  1. Το αντίτυπο στο οποία βασίστηκε το παραπάνω κείμενο είναι από τις εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1980 σε μετάφραση  Βας. Λ. Καζαντζή, ο οποίος έκανε και την πρώτη μετάφραση του έργου το 1943 για τις εκδόσεις Γλάρος που επανεκδόθηκε το 1952 από τον Ίκαρο.
  2.  Στον διαδικτυακό τόπο www.wuthering-heights.co.uk/ βρήκα αναλυτικές πληροφορίες , φωτογραφικό υλικό και ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με το μυθιστόρημα. Μια πολύ εμπεριστατωμένη δουλειά που δημιούργησε ο Paul Thompson από το Devon της Αγγλίας, ύστερα από τη διαπίστωσή του ότι υπάρχει έλλειψη στοιχείων για το συγκεκριμένο βιβλίο. Τον ευχαριστώ!

3.   Ιδιαίτερες ευχαριστίες στον κ. Δ. Κονιδάρη, εκδότη του περιοδικού Πόρφυρας         για τα βοήθειά του.

 

 

 

 

 

Παράρτημα

 

 

Portrait of the sisters

 

Οι αδελφές Μπροντέ (Anne, Emily and Charlotte, σε ηλικίες 15, 17 and 19 αντίστοιχα) ζωγραφισμένες από τον αδελφό τους  Branwell το 1834 .

(Λονδίνο, National Portrait Gallery)

 

 

Memorial plaque

 

 

Ο οικογενειακός τάφος των Μπροντέ

 

 

 

 

 

 

The moors

 

Οι βαλτότοποι  (the moors) γύρω από το Hawthorn όπου η συγγραφέας έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της.

 

 

Το γενεαλογικό δέντρο των Ερνσω και των Λίντον

 

 

 

Wuthering Heights from NE

 

Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη. Αναπαράσταση σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνονται στο βιβλίο.

 

 

 

 

 

Thrushcross Grange

 

Το Θράσκρος Γκρέιντζ ή Βίλα. Αναπαράσταση σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνονται στο βιβλίο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφία ξενόγλωσση

The Norton Anthology, English Literature,  II, (ww. Norton & Company), ΗΠΑ 2000

 

Βιβλιογραφία ελληνόγλωσση

Αριστοτέλους Περί Ποιητικής , μετ. υπό Σίμου Μενάνδρου, εισαγωγή, κείμενον και ερμηνεία υπό Ι. Συκουτρή, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα  χ.χ.

 

Bronte Emily Ανεμοδαρμένα Ύψη,  μετάφραση και εισαγωγή Άρης Μπερλής, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1995

 

Δεληγιώργη,   Αλ. «Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη της Εμιλυ Μπροντέ, μια σύγχρονη εκδοχή του αρχαίου δράματος», Περ. ΠΟΡΦΥΡΑΣ ,  131, Κέρκυρα 2009

 

Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, λήμμα «Μπροντέ Εμιλυ», τ. 44, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, Αθήνα 2001

 

 Furst, L. R. Ρομαντισμός, μετάφραση Ιουλιέττα Ράλλη- Καίτη Χατζηδήμου, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1974, (Η γλώσσα της κριτικής)

 

Travers, M., Εισαγωγή στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, από τα ρομαντισμό ως το μεταμοντέρνο, μετάφραση Ιωάννα Ναούμ, Μαρία Παπαηλιάδη, επιστημονική επιμέλεια- εισαγωγή Τάκης Καγιαλής, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2005

 

Διαδικτυακοί τόποι



21 Δεκεμβρίου 2010 , 18:27.

 

 

 




[1] Wuthering Heights  η λέξη από την ντόπια διάλεκτο του Γιορκσαιρ, δεν απαντάται σε λεξικά και σημαίνει τον άγριο, τον εκτεθειμένο στους ανέμους, τον ανεμόδαρτο.
[2] M. Travers, Εισαγωγή στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, από τα ρομαντισμό ως το μεταμοντέρνο, Αθήνα 2005, 59
[3] Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, λήμμα «Μπροντέ Εμιλυ», τ. 44, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, Αθήνα 2001 , 132
[4] Αλ. Δεληγιώργη,   «Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη της Εμιλυ Μπροντέ, μια σύγχρονη εκδοχή του αρχαίου δράματος», Περ. ΠΟΡΦΥΡΑΣ ,  131, Κέρκυρα 2009, 9
[5] Από το ποίημα The Night- Wind (Norton Anthology English Literature, ΗΠΑ 2000)
[6] Μετ. δική μου
[7] Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, ό.π. 132
[8] Αλ. Δεληγιώργη, ό.π.  10
[9] Άρης Μπερλής (μετ. και εις.) Bronte Emily Ανεμοδαρμένα Ύψη, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1995, 10
[10] ό.π.  9
[11] ό.π., 13
[12] Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, ό.π.  132
[13] The Norton Anthology, English Literature,  II, ΗΠΑ 2000, 1419
[14] Αλ. Δεληγιώργη, ό.π.  12
[15] Άρης Μπερλής (μετ. και εις.) Bronte Emily Ανεμοδαρμένα Ύψη,  ό.π ,49
[16] πηγή www.wuthering-heights.co.uk/
[17] Αλ. Δεληγιώργη, ό.π.  9
[19] M. Travers ό.π.  67
[20] ό.π.  69
[21] ό.π.  72
[22]ό.π. 90-96
[23] Φ.Γκ. Λόρκα, Ματωμένος Γάμος εκδ. Βιβλιοθήκη για όλους, Πρόλογος- μεταφρ. Κ. Κοτζιά, χ.τ., χ.χ.
[24] M. Travers, ό.π.  65
[25] Άρης Μπερλής (μετ. και εις.) Bronte Emily Ανεμοδαρμένα Ύψη,  ό.π  39
 
[26] Αλ. Δεληγιώργη, ό.π.  16
[27] Lilian R Furst, Ρομαντισμός, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1974 σ.2
[28] Αλ. Δεληγιώργη, ό.π.  8
[29] «Με το όρο μύθος δηλώνει ο Αριστοτέλης εκείνο που εμείς ονομάζουμε υπόθεσιν της τραγωδίας, την σειράν  δηλαδή των πράξεων και των παθημάτων, τα οποία αποτελούν το περιεχόμενο ενός δραματικού έργου» ( Ι. Συκουτρής, ό.π. σελ. 127)
[30] Αριστοτέλους Περί Ποιητικής , εισαγωγή, κείμενον και ερμηνεία, Ι. Συκουτρής, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα  χ.χ., 135
[31] ό.π.  140
[32]Άρης Μπερλής (μετ.και εις.)Bronte Emily Ανεμοδαρμένα Ύψη,  ό.π 19
[33] Αριστοτέλους Περί Ποιητικής , ό.π. 77