Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Φάνης μπαστούνι (μικρό διήγημα)


Πάνω που παζάρευα τρία κιλά τροφαντές τσιπούρες στην ψαραγορά, με πέτυχε η εισβολή.

-Δώκε μου, καρδούλα μου, ένα δεκάρικο να σε πω τη μοίρα σου, που είσαι όμορφη κοπελιά.

 Είχαμε τραπέζι το βράδυ, η μάνα μου δηλαδή στα αδέλφια της που είχαν έρθει από Αμερική.

«Μα είναι ανοιχτής θαλάσσης κοπελιά μου» αντέτεινε ο ψαράς στις διαμαρτυρίες μου περί τιμής της τσιπούρας.

- Ένας άντρας σε τυραννάει, μάτια μου, ένας λεβέντης, από Φ αρχινάει το όνομά του, συνέχισε να ρίχνει το δόλωμα η τσιγγάνα.

 Θες που είχα τις μαύρες μου, θες που το πέτυχε το Φ η κακούργα, της τα ακούμπησα τα δέκα ευρώ.

Τριγύρω οι ψαράδες διαλαλούσαν την πραμάτεια τους:

- Εδώ ο γαύρος ο φρέσκος!

-Μπαρμπουνάκι σπαρταριστό!

-Εδώ η κουτσομούρα η διαλεχτή!

  -Να το, μάτια μου, εδώ το λέει καθαρά, ένας ρήγας μπαστούνι. Για τήρα εδώ, εσύ είσαι κοκώνα μου η ντάμα η κουπάτη, σιμά είσαστε, λιώνει για σένα, χάνεται το παλικάρι.

Λιώνει για μένα! Ποιος; Ο Φάνης που είναι άφαντος και ούτε φωνή ούτε ακρόαση!    Η γύφτισσα όμως δεν είχε πει την τελευταία λέξη.

-Μα σε ‘χει πισωγυρισμένη, κορώνα στο κεφάλι του έχει μια σπαθάτη. Η μάνα του είναι, κούκλα μου. Η σκύλα τον έχει δεμένο και λιώνει το παιδί, θ’ αρρωστήσει για σένα, στο στρώμα θα πέσει.

 Που να μην έσωνε, μου ξύνει πληγές!

-Δώκε μου αγάπη μου ένα εικοσάρι ακόμα, να σου την κάμω εγώ να λακίσει στο πι και φι.

 Ντροπή μου αλλά «τσίμπησα» ξανά.

 Βγάνει η τσιγγάνα μια κλωστή από την τσέπη της και τη δένει κόμπο. Τη ζουλάει στο χέρι της, λέει κάτι αλαμπουρνέζικα. Μέχρι να πεις κύμινο τσουπ! μου την πασάρει λυμένη. Μια μικρή πλάκα την έπαθα, δε λέω.

-Δώκε μου μανούλα μου ένα εικοσάρι ακόμα να σου διαβάσω ένα ξόρκι να πάνε  στα όρη, στα άγρια βουνά τα μάγια της κακούργας.

Είχα αρχίσει να «τα παίρνω», όμως με είχε κουρντίσει η άτιμη! Της το σκάω το παραδάκι.

-Ετούτο είναι βοτάνι μαγικό. Θα του το ρίξεις στον καφέ, θα το βάλεις στο γλυκό του και τρεις φορές στον κόρφο σου.

Εκατό ευρώ γύρευε για το βοτάνι.

-Α, για να σου πω , μαντάμ….

-Μη σεκλετίζεσαι καρδούλα μου, στο ράφι θες να μείνεις για; Κρίμα τα νιάτα σου και την ομορφιά σου! Εγώ θα σου τον κάμω ταμάμ, κοκώνα μου. Αιντε, δώκε μου πενήντα, που να ‘χεις μια καλή τύχη και  δυο παιδάκια θα σκαρώσετε μάνι μάνι.

Αυτή ήταν και η χαριστική βολή, σα βλάκας ξηλώνομαι. Σαν υπνωτισμένη, ένα πράμα.

-Να πεις εφτά πατερημά και εφτά μετάνοιες να κάμεις στον Αη Φανούρη, να σε φανερώσει το δέκα το καλό στη ζωή σου. Ούλα τα καλά του Θεού να έχεις!

Μας προέκυψε και θεούσα η αθεόφοβη!

Πήρα το λεωφορείο για το σπίτι νιώθοντας σαν τσιπούρα. Στη μάνα μου είπα πως μού ‘πεσαν στο δρόμο τα λεφτά.

Τι  να της έλεγα; Ότι με πιάσανε κορόιδο;

Σήμερα το πρωί  τρεις αναπάντητες βρήκα από τον Φάνη.

Βρε λες να….;

Το διήγημα βρίσκεται δημοσιευμένο στο  τεύχος 22 του περιοδικού Σοδειά. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου