Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

χριστουγεννιάτικο παραμύθι (για μαμάδες)


Χριστουγεννιάτικη σοκολάτα

(Παραμύθι για μαμάδες)

 

Χρονιάρες μέρες η μαμά είχε κατέβει στην Παιχνιδούπολη να αγοράσει δώρα. Η Παιχνιδούπολη  ήταν ένα πολυκατάστημα με πολλούς ορόφους. Λαμπροστολισμένες οι βιτρίνες του, παντού ασημόσκονη και πολύχρωμα φωτάκια. Ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο στόλιζε την είσοδο και από τα μεγάφωνα ακουγόταν το «Jingle bells».

Όλα σε προσκαλούσαν να διαλέξεις, να ξοδέψεις, να εξαγοράσεις τη χαρά.

Η μαμά γύρισε όλους τους ορόφους για να βρει εκείνο που θα θάμπωνε τον κανακάρη της. Δίστασε πολλές φορές και άλλες τόσες άλλαξε γνώμη. Πήρε καινούρια στολίδια για το δέντρο τους, φωτάκια να στολίσει το μπαλκόνι και κορδέλες για να καρφιτσώσει στις κουρτίνες.

Τέλος φορτώθηκε ένα τεράστιο κουτί με ένα τρενάκι- πού θα το έβαζαν που είχε τιγκάρει το σαλόνι τους  με τα παιχνίδια αλλά τέλος πάντων- και κατευθύνθηκε προς το ταμείο.

Πλήρωσε αδρά και τράβηξε χαρούμενη για την έξοδο.

Εκεί ακριβώς στεκόταν ένα παιδάκι, ένα χαριτωμένο αγιοβασιλάκι και μοίραζε σοκολάτες στους περαστικούς.

-Πώς σε λένε μωρό μου; του χάιδεψε τις ξανθές του μπούκλες αφού πήρε τη σοκολάτα της

-Είμαι ο Άγιος Βασίλης, κυρία, δεν το βλέπετε; καμάρωσε ο μικρός και την κοίταξε με τα γαλάζια του μάτια.

Ήταν ένα όμορφο αγοράκι.

-Όχι, εννοώ, πώς είναι το πραγματικό σου όνομα.

-Μπίσμπι, είπε  το παιδί, έτσι με λένε.

Μπίσμπι; Τι παράξενο όνομα! «Θα είναι κανένα από εκείνα τα κουφά χαϊδευτικά που κολλάμε εμείς οι μαμάδες στα βλαστάρια μας», σκέφτηκε.

Ξετύλιξε τη σοκολάτα και δάγκωσε με βουλιμία ένα κομμάτι. Το κρύο ήταν τσουχτερό και την τραβούσε περίφημα τη σοκολάτα. Ήταν γάλακτος με γέμιση βύσσινο που πλημμύρισε το στόμα της. Τη βρήκε πολύ γλυκιά για τα γούστα της.

Την έβαλε στην τσέπη της και τότε μια παράξενη ιδέα σφηνώθηκε στο κεφάλι της.

-Κι αν το τρενάκι είναι χαλασμένο; Αν δεν δουλεύει σωστά; Τι απογοήτευση θα πάρει αλήθεια ο μικρός!

Τι πιο φυσικό από το να το ανοίξει και να το δοκιμάσει επιτόπου για να είναι σίγουρη.

Ξαναμπήκε στο κατάστημα και βρήκε μια άδεια γωνιά με πολύ κόπο, το μαγαζί ήταν φίσκα από γονείς και πιτσιρίκια που ζητούσαν συνεχώς πότε το ένα και πότε το άλλο.

Συναρμολόγησε τις ράγες χωρίς να κάνει κανένα λάθος, σαν να έστηνε κάθε μέρα τρενάκια, τοποθέτησε τις μπαταρίες και… Τουτ Τουτ! Το τρενάκι έφερνε βόλτες όλο καμάρι πάνω στις ράγες. Απόμεινε να το θαυμάζει μαγεμένη. Ώρες έκατσε εκεί γονατισμένη στο δάπεδο να παίζει με το τρενάκι, να το χαζεύει που τσούλαγε μέσα από σήραγγες, πάνω από γεφυράκια. Ήταν τέλειο, είχε κάμει άριστη επιλογή.

Γύρω της μαζεύτηκε ένα τσούρμο από ανθρώπους, την κοίταζαν παραξενεμένοι αλλά δεν τους έδωσε σημασία . Το μόνο που μετρούσε ήταν το τρενάκι.

Κάποια στιγμή το πλήθος βαρέθηκε και διαλύθηκε. Θα το θεώρησαν ατραξιόν του καταστήματος και δεν ασχολήθηκαν περισσότερο. Είχαν άλλωστε τόσες δουλειές να κάνουν.

Ξάφνου ένιωσε ένα ανάλαφρο άγγιγμα στον ώμο της.

-Ποια είσαι πάλι εσύ; Ρώτησε τη νεραϊδούλα που στεκόταν πίσω της με το μαγικό της ραβδί να λαμποκοπάει από την αστερόσκονη.

-Εγώ είμαι η μάγισσα Φούξια, έκανε το ξωτικό.

Της μαμάς της φάνηκε απολύτως λογικό να συνομιλεί με μια νεράιδα μέσα σε ένα πολυκατάστημα παιχνιδιών.

-Εγώ είμαι η μαμά τού….

-Δεν με νοιάζει ποιανού μαμά είσαι, τη διέκοψε η μάγισσα,  σε προσκαλώ στο σπιτικό μου για μια ζεστή σοκολάτα

Το σπιτικό της ήταν για την ακρίβεια ένα πανέμορφο κάστρο με πολλά παράθυρα και μεγάλους καθρέφτες, κάτι σαν το κάστρο  της Μπάρμπι στο πιο αληθινό του.

Η Φούξια την οδήγησε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της και της χάρισε ένα σωρό λαμπερές τουαλέτες από οργαντίνα, από ταφτά και από μετάξι που έλαμπαν πιο πολύ και από τα αστέρια. Η μαμά τις δοκίμασε όλες κατενθουσιασμένη και ανακάλυψε ότι ήταν μια κούκλα παρόλο που κανείς δεν της το είχε πει αυτό εδώ και καιρό.

Είχε πάει δύο το μεσημέρι όταν σκέφτηκε πως είχε να φτιάξει τη μπεσαμέλ για  το παστίτσιο. Στο σπίτι θα είχαν λυσσάξει της πείνας.

-Τι με έπιασε; Αναρωτήθηκε αλαφιασμένη. Άργησα!

Αποχαιρέτησε με βιάση τη Φούξια, μάζεψε όπως όπως το τρένο και τα υπόλοιπα ψώνια και τράβηξε για το αυτοκίνητο.

Βγαίνοντας, έψαξε με το βλέμμα για το παιδάκι με το παράξενο όνομα- πού είναι ο Μπίσμπι;- αλλά εκείνο δεν φαινόταν πουθενά.

Στο αυτοκίνητο θυμήθηκε τη σοκολάτα και δάγκωσε μια γερή μπουκιά. Τώρα η γλύκα της φάνηκε ανεκτή αν όχι απαραίτητη.
Οδηγούσε κάμποση ώρα στους μπλοκαρισμένους δρόμους μέχρι να αντιληφθεί ότι το ρεύμα των αυτοκινήτων την έσπρωχνε προς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη του σπιτιού της και ότι το τιμόνι δεν υπάκουγε στις εντολές της. Ανησύχησε λίγο αλλά το ξέχασε.

Κατά τις τρεις και μισή πάρκαρε έξω από το μεγαλύτερο Λούνα Παρκ της πόλης.

Κατέβηκε ανακουφισμένη. Ένας λαμπερός ήλιος φώτιζε την πλάση παρόλο το τσουχτερό κρύο. Το Λούνα Παρκ είχε αρκετό κόσμο. Πιτσιρίκια που ξεφώνιζαν και τραβολογούσαν τους γονείς τους της πήραν τα αυτιά.

Μπήκε πρώτα στα συγκρουόμενα και το διασκέδασε με την ψυχή της και μετά πήρε το τρενάκι του τρόμου που την οδήγησε κατευθείαν στον πύργο του κόμη Δράκουλα. Την υποδέχτηκε ο ίδιος ο κόμης με μεγάλες τιμές  και την ξενάγησε στο αραχνιασμένο αρχοντικό του.

-Θέλει ένα γερό συγύρισμα εδώ μέσα, παρατήρησε η μαμά με το έμπειρο μάτι της , όποτε θέλετε να σας στείλω την κυρία Καλλιόπη που συγυρίζει και το δικό μας.

-Αφεθείτε, γοητευτική μου κυρία, στη μαγεία της στιγμής και ξεχάστε για λίγο το ξεσκονόπανο, είπε ο κόμης.

Μετά τον ρώτησε αν είχε σκοπό να τη δαγκώσει στο λαιμό με τις δοντάρες του.

Ο κόμης παραπονέθηκε ότι τα τελευταία εκατό χρόνια η μασέλα του ήταν σε κακά χάλια  και τη διαβεβαίωσε ότι δεν σκόπευε να διακινδυνέψει τη φήμη του με μια αποτυχημένη δαγκωματιά.

Αφού έφυγε από τον πύργο των Καρπαθίων, ανέβηκε στη μεγάλη ρόδα και είδε από ψηλά τη χριστουγεννιάτικη πόλη. Στο τέλος μάζεψε το κουράγιο της και κάθισε στο πιο τρομαχτικό παιχνίδι που είχε ποτέ της μπει,  στο τρενάκι που πέφτει με ταχύτητα από μεγάλο ύψος. Επέτρεψε στον εαυτό της να τσιρίξει σαν τρελή. Κάποια στιγμή είδε στο μπροστινό κάθισμα τις ξανθές μπουκλίτσες του  Μπίσμπι . Το παιδάκι την κοίταξε σκανταλιάρικα και της έκλεισε το μάτι. Αλλά όταν βγήκαν από ένα σκοτεινό τούνελ δεν βρισκόταν πια στη θέση του.

Κατά τις έξι συνειδητοποίησε με τρόμο πως θα πρέπει να ανησυχούσαν φοβερά στο σπίτι. Κοίταξε το κινητό της και όντως είχε πέντε αναπάντητες κλήσεις. Τηλεφώνησε πως θα αργήσει λιγάκι ακόμα και μετά το έριξε σε ένα σκουπιδοτενεκέ.

Δάγκωσε με όρεξη ένα ακόμα κομμάτι σοκολάτα και μπήκε στο αυτοκίνητό της.

Το αμάξι επέμενε να πηγαίνει μόνο του. Ούτε που ασχολιόταν να του αλλάζει ταχύτητα. Εκείνο είχε τη δική του άποψη.

Στις εφτά κατέληξε έξω από ένα συνοικιακό κινηματογράφο που έπαιζε τη Μαίρη Πόπινς. Το λατρεμένο βιβλίο των παιδικών της χρόνων. Αυτό δεν έπρεπε να το χάσει για τίποτε στον κόσμο.

Στη μεγάλη οθόνη η Τζούλι Αντριους τραγουδούσε τους περίφημους γλωσσοδέτες της και έμοιαζε πανευτυχής με την παράξενη ομπρέλα της, μέχρι που είδε τη μαμά.

-Σε περίμενα, έκανε αυστηρά. Άργησες 4 και μισό λεπτά. Γιατί;

-Εμένα περίμενες; ψέλλισε χαζά η μαμά.

-Έλα, άσε τα λόγια, είπε η γκουβερνάντα, έχουμε μεγάλο ταξίδι να κάνουμε! Πιάσε την ομπρέλα. Κουνήσου, καλή μου, δεν θα νυχτώσουμε εδώ πέρα!

Της άπλωσε τη λαβή της ομπρέλας που ήταν στην πραγματικότητα ένα κεφάλι παπαγάλου.

-Μπίσμπι! Μπίσμπι! άρχισε να κρώζει ο παπαγάλος όταν η ομπρέλα απογειώθηκε.

-Πού είναι η Μαίρη; Αναρωτήθηκε η μαμά πετώντας στον ουρανό με την ομπρέλα.

-Εδώ είμαι, σε ακολουθώ, άκουσε μια φωνή πίσω της.

Ήταν στ’ αλήθεια μια θαυμάσια πτήση πάνω από τη γιορτινή πόλη, μέσα από τα μπαμπακένια σύννεφα, ανάμεσα στα αστέρια, το φεγγάρι και τους πλανήτες. Της άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις.

Στις εννέα και μισή έβαζε ευτυχισμένη και ανάλαφρη το κλειδί στην εξώπορτα του σπιτιού της.

Ο μπαμπάς ήταν έξαλλος και ο γιος της κλαψούριζε τρομαγμένος.

Μόλις την είδαν να μπαίνει με ένα τεράστιο χαμόγελο και με τα δώρα παραμάσχαλα ησύχασαν.

-Μα τι σου συνέβη σήμερα; Πού χάθηκες όλη μέρα; Ρώτησε ο μπαμπάς όχι και τόσο θυμωμένος πια.

-Έπαιζα, έκανε εκείνη αδέξια και μασούλησε ένα κομμάτι σοκολάτας.

Τότε συνειδητοποίησε αυτό που έπρεπε από ώρα να έχει καταλάβει.

-Η σοκολάτα, τραύλισε, αυτή φταίει. Κάτι έχει μέσα. Κάτι μου έκανε.

Πατέρας και γιος την κοίταξαν με απορία.

-Πού τη βρήκες; Είπε ο μπαμπάς

-Μου την έδωσε ένα παιδάκι, ένα μικρό αγιοβασιλάκι στο δρόμο.

-Ρε μαμά, πρώτον ο Άγιος Βασίλης είναι γέρος και όχι παιδάκι, έκανε υποτιμητικά ο μικρός, και δεύτερον δεν μοιράζει δώρα στους μεγάλους.

Ο μπαμπάς την πήρε από το χέρι της και δάγκωσε ένα μεγάλο κομμάτι.

-Μη, του φώναξε, θα το πάθεις κι εσύ!

-Τι θα πάθω;

-Θα σου έρθει ακατάσχετη επιθυμία να παίξεις! Θα ξαναγίνεις παιδί!

-Ε, κακό είναι αυτό;

-Δεν σου έρχεται;

-Όχι!

-Να, τώρα όπου να’ ναι θα σου ‘ρθει!

-Δεν σε καταλαβαίνω, μα την αλήθεια! Τι έχεις πάθει σήμερα; είπε βλοσυρός ο μπαμπάς και στρώθηκε στον καναπέ να δει το ματς.

-Α, ρε μαμά, πετάχτηκε ο μικρός. Πόσες φορές σου έχω πει να μην παίρνεις πράγματα από άγνωστους ανθρώπους στο δρόμο!

 Το διήγημα έχει εκδοθεί στον συλλογικό τόμο Stella's Bistro, Literary Bistro 2009-2010  της Stella Samiotou  Fitzsimons

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου