Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Το Σόλο του Φίγκαρω του Γιάννη Σκαρίμπα (εισήγηση στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρίας νεοελληνικών σπουδών (Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 2014)


(εισήγηση στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρίας νεοελληνικών σπουδών (Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 2014)

Η ρήξη με τη γλώσσα και η διάρρηξη των σχέσεων με τον κοινωνικό ιστό:  το Σόλο του Φίγκαρω του Γιάννη Σκαρίμπα

 

Χαρά Νικολακοπούλου[1]

 

                                      «Τα όρια της γλώσσας μου ορίζουν τα όρια του κόσμου μου»

                                                                                                                 Wittgenstein

 

 

Το λογοτεχνικό ύφος ως απόκλιση από τη γλωσσική νόρμα.

 

«Είπε, δηλαδή, ευθαρσώς ως φιλόσοφος[2] ότι ο κόσμος μου είναι τόσος και τέτοιος όσο μπορώ να τον εκφράσω γλωσσικά. Ό,τι άλλο έχω μέσα μου και δεν μπορώ να το εκφράσω, αντικειμενικά δεν μπορεί να υπάρξει και γι’ αυτό είναι καλύτερα να σιωπώ.
Γλωσσολογική προέκταση αυτής τής ρήσης είναι ότι τα πάντα περνούν μέσα από τη γλωσσική επεξεργασία, μέσα από τον γλωσσικό κόσμο τού καθενός»
.[3]

 

Σκοπός της παρούσας  εισήγησης είναι να διερευνήσει τις σχέσεις ανάμεσα στη γλωσσική/υφολογική και την κοινωνική συμπεριφορά στον χώρο της λογοτεχνίας.

Αν η γλώσσα είναι φορέας κοσμοθεωρίας, και εφόσον η γλωσσική και κοινωνική συμπεριφορά βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση, τι συμβαίνει όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια αποκλίνουσα συμπεριφορά στη γλώσσα και στο ύφος ενός λογοτέχνη;

 

Το ύφος ως απόκλιση από τη νόρμα αποτέλεσε βέβαια αντικείμενο πολύπλευρης διερεύνησης από τις διάφορες σχολές της θεωρητικής υφολογίας. Αρκετοί μελετητές έχουν επιδοθεί στην αναλυτική μελέτη των διαλεκτικών/ιδιωματικών στοιχείων που επανέρχονται στο έργο κορυφαίων λογοτεχνών (Βαλαωρίτης, Βενέζης, Εφταλιώτης, Καζαντζάκης, Σικελιανός, Ψυχάρης, Σεφέρης, Ελύτης, κ.α.) και καθορίζουν τις ιδιαιτερότητες στο ύφος του καθενός.

Δεν εντοπίσαμε ωστόσο σε κάποια άλλη μελέτη τα αλλεπάλληλα, υπόγεια επίπεδα ερμηνείας που μπορεί να λάβει αυτή η υφολογική απόκλιση από τον γλωσσικό κανόνα, όπως αυτά ανιχνεύονται στο έργο του Γιάννη Σκαρίμπα και τα οποία παρατίθενται σε αυτή την εργασία.

 

Γλωσσική νόρμα ή γλωσσικός κανόνας, σύμφωνα με τον Lewandowski, είναι: «1. το κανονιστικό σύστημα μιας γλώσσας το οποίο συνάγεται από τις γλωσσικές εξωτερικεύσεις που είναι κοινές σε όλα τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας. 2. Η γενική χρήση γλωσσικών μέσων, το σύνολο των κανόνων και των προδιαγραφών που βρίσκονται πάνω και πέρα από το μεμονωμένο άτομο, γίνονται όμως και για το ίδιο δεσμευτικοί. Οι γλωσσικοί κανόνες είναι στην ουσία κοινωνικοί κανόνες οι οποίοι καθορίζουν δεσμευτικά την έκταση, την επιλογή και την ειδική χρήση των γλωσσικών μέσων.»[4]

 

Ποικίλες ερμηνείες που έχουν προταθεί κατά καιρούς από τη σύγχρονη υφολογική θεωρία ως προς τον ακριβή ορισμό  του όρου ύφος βρίσκονται πέραν των αναζητήσεων της παρούσας εισήγησης.

Θα περιοριστούμε μόνον να παραθέσουμε τον ορισμό του Γ. Μπαμπινιώτη: « …η έννοια του ύφους είναι άμεσα αισθητή στον μελετητή του λογοτεχνικού κειμένου ως η ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει τη γλωσσική του μορφή, αδιάσπαστα συνδυασμένη μ’ ένα συγκεκριμένο μήνυμα»[5].

 

Το λογοτεχνικό ύφος διαθέτει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που το διαφοροποιούν από το ατομικό ύφος. Αυτά είναι: 1)  η ποιητική γραμματική, το σύνολο δηλαδή των γλωσσικών δομών που συνθέτουν το προσωπικό ύφος του λογοτέχνη,  που στηρίζεται σε επιλογές και αποκλίσεις. 2) η βιωματική/ συγκινησιακή χρήση της γλώσσας, και 3) η προθετικότητα, οι προθέσεις δηλαδή του δημιουργού μέσα και έξω από το έργο του.[6]

 

Το ερώτημα είναι, όσον αφορά στον χώρο της λογοτεχνίας, αν συνδέεται αυτή η διαφοροποίηση στο ύφος- και μάλιστα όταν φτάνει σε ακραία σημεία- από την κοινώς αποδεκτή γλωσσική νόρμα, με ανάλογη κοινωνική περιθωριοποίηση του αφηγηματικού υποκειμένου αλλά και του ήρωα;

Και τι ακριβώς υποκρύπτει αυτή η καταφανής ρήξη με τη γλωσσική καθεστηκυία τάξη στην περίπτωση του Γιάννη Σκαρίμπα;

 

Το Σόλο του Φίγκαρω: μια μελέτη περίπτωσης γλωσσικής απόκλισης

 

«Ο όρος ιδιόλεκτο που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο E. Blοch το 1948 δηλώνει τη χαρακτηριστική χρήση της γλώσσας από ένα συγκεκριμένο άτομο.»[7]  Μελετώντας κανείς προσεκτικά τον τρόπο με τον οποίο πραγματώνεται ο λόγος του Γ. Σκαρίμπα διαπιστώνει εύκολα τον έντονα ατομικό του χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, όσο ακραίος και ιδιόρρυθμος υπήρξε ο συγγραφέας στη ζωή του, τόση ιδιορρυθμία διέπει τις γλωσσικές εξωτερικεύσεις του.

 

Στο Σόλο του Φίγκαρω, οι γλωσσικές ακρότητες αφθονούν και υποδεικνύουν τόσο την ιδιόρρυθμη, εκκεντρική προσωπικότητα του ίδιου του συγγραφέα όσο την κοινωνική περιθωριοποίηση του κεντρικού ήρωα: πρόκειται για έναν εξαιρετικά αποκλίνοντα τύπο που έχει  διαρρήξει οριστικά τις σχέσεις του με τον κοινωνικό περίγυρο.

 

Σε γενικές γραμμές, το γλωσσικό όργανο του Σκαρίμπα είναι ουσιαστικά ένα συνονθύλευμα από ετερόκλητα στοιχεία –παρακαταθήκες που περιλαμβάνουν το δημοτικό τραγούδι, πολλές λαϊκές λέξεις, το τοπικό ιδίωμα, διαλεκτισμούς, νεολογισμούς, λέξεις της αργκό, ξενικές εκφράσεις, λεκτικά παιχνίδια, αμφισημίες. Είναι όσα συμβάλλουν στη δημιουργία του ιδιαίτερου ύφους που αποτελεί σήμα κατατεθέν του συγγραφέα και οδηγούν σε μεγάλη απόκλιση από τη γλωσσική νόρμα.

 

Πιο κάτω παρουσιάζονται αναλυτικά οι γλωσσικές ιδιομορφίες του συγκεκριμένου μυθιστορήματος , οι οποίες είναι τόσες πολλές, ώστε συχνά η γλώσσα του να προσεγγίζει τα όρια μιας ιδιότυπης διαλέκτου, της «γιαννοσκαριμπικής», όπως την αποκαλούσε ο ίδιος. Ο συγγραφέας αισθανόταν ιδιαίτερα περήφανος για το ιδιόμορφο γλωσσικό του όργανο –αυτές τις λέξεις τις πρωτόπλαστες– που είχε διαμορφώσει με το προσωπικό του αισθητήριο.

   Το Σόλο του Φίγκαρω θεωρείται το πιο πρωτοποριακό και τολμηρό μυθιστόρημα της «Γενιάς του ’30».

Εδώ τα όρια της γλώσσας δεν παραβιάζονται απλώς, διαρρηγνύονται εντελώς· η παρωδία, η καυστική σάτιρα κατά πάντων, έχουν διαβρώσει ολόκληρο το οικοδόμημα, ο παραλογισμός γίνεται εκ των ων ουκ άνευ. Καθίσταται καταφανής η αγωνιώδης προσπάθεια του συγγραφέα να πλάσει έναν ολότελα καινούριο και αμεταχείριστο κόσμο, ακόμα περισσότερο να κινηθεί «όξ’ απ’ τα όρια του κόσμου τούτου»· και τούτο μπορεί να το επιτύχει μόνον μέσα από την ανάπλαση του γλωσσικού του οργάνου. Γι’ αυτό, πέρα από τους νεολογισμούς και τις συνήθεις παρεμβάσεις στη γλώσσα (εισαγωγή τοπικού ιδιώματος, καθαρεύουσα, αργκό, παιχνίδια με τη στίξη, συνεχείς εκθλίψεις και αποκοπές φθόγγων), επιχειρεί να πλάσει μιαν ανύπαρκτη γλώσσα, τα «βιέννικα» (βιεννέζικα) στα οποία προσπαθεί –υποτίθεται– να μεταφράσει το αριστούργημα που θα γράψει. Η Κατερίνα Κωστίου, φιλολογική επιμελήτρια της τελευταίας έκδοσης του έργου, παρατηρεί:

 

…Αν το Σόλο του Φίγκαρω είναι ένα μυθιστόρημα που προκαλεί τον αναγνώστη να ανιχνεύσει τη διαδικασία της σύνθεσής του, η γλώσσα του δεν μπορεί παρά να είναι συνεπής προς αυτή την πρόκληση: κατακερματισμένη και μεταλλασσόμενη, νευρώδης και αιχμηρή, αποκαλύπτει και αυτή τη διαδικασία σύλληψης του υπαρκτού. […] ο συγγραφέας εφευρίσκει νέες λέξεις για να αποδείξει ότι μόνο με λέξεις αποσυνδεδεμένες από την αυθαίρετη και τετριμμένη σημασία τους υπάρχει ελπίδα να συλλάβουμε την ουσία των πραγμάτων: πολλές φορές ο λόγος του τείνει να γίνει ένας καινούριος κώδικας.[8]

 

              Η ποιητική γραμματική του Γιάννη Σκαρίμπα

Με τον όρο αυτόν εννοούμε ένα σύνολο από  γλωσσικές δομές που συνθέτουν το προσωπικό ύφος του λογοτέχνη και απαρτίζεται από λεξιλογικές και γραμματικές δομές. Πρώτος ο Jakobson πρόβαλλε της σπουδαιότητα που έχουν για το κείμενο αυτές οι γραμματικές εικόνες[9], όπως τις ονομάζει.

Η ποιητική γραμματική ενός λογοτεχνικού κειμένου συνίσταται 1) στις επιλογές του λογοτέχνη, την εξεύρεση δηλαδή της κατάλληλης μορφής που θα εκφράσει το περιεχόμενο, γεγονός που εκφράζει την «αγωνία του λόγου» και αποτελεί, σύμφωνα με τον Γ. Μπαμπινιώτη, σωστή τέχνη κι όχι πια τεχνική, και 2) τις αποκλίσεις, τη χρήση δηλαδή «δομικών σχημάτων που αποκλίνουν από τη γλώσσα της κοινότητας, προτάσεων αντιγραμματικών ή μη αποδεκτών στην κοινή γλώσσα.»[10]

 

v    Μορφολογικοί ιδιωματισμοί: Ρήματα με ιδιαίτερη κατάληξη -μαν: μοίρομαν, βιάζομαν, λυπάμαν, κτλ. Παράξενα παραθετικά: Παραπολύ ίσως ισώτατα (υπερθετικός του ίσως). Επιρρήματα: βλέπινα (από το βλέπω), δίψινα (από το διψώ). Αντωνυμίες: αυτουνού

 

v    Φωνολογικοί ιδιωματισμοί: αλαφροπάτης, άρεζε, περπάταε, Σις πιρικαλώ, Κι λιπίν,  όξω, τίποτις,

 

v    Συντακτικοί ιδιωματισμοί (ανακόλουθα σχήματα, πρωθύστερα, υπερβατά):  «μοίρομαν σαν τίποτις χήρα κειχάμω» (10), «Αλλά προς ποίον έχω να ομιλώ την τιμήν;…» (18),  «ότι δηλαδή, να μην ότι στο φούρνο τη φάγαμε αλλά ότι στο φούρνο την είχαμε πάει να ψηθεί» (22),  «Εκεί θα πάω κι εγώ – να (στις πλάτες) μου βγουν δυο μαύρα μάτια» (83), κτλ.

 

v    Νεολογισμοί/λεξιπλασίες (κυρίως σύνθετες λέξεις): αεροκρέμομαι, αλαφροπάτης, Αποίκια (όνομα πλοίου), Δολόξα (κύριο όνομα),  Βιέννικα (=βιεννέζικα), ξεφτουρούσα, θεοφάνερο, κατακαπνού της (εδώ κι εκεί), κινητάνθρωπος (ρομπότ), μυρμηγκάω (περπατώ σαν το μυρμήγκι), πισωπατητοί, ο συνκλαψαδώρος (αυτός με τον οποίον συναντιούνται μια συγκεκριμένη ώρα και κλαίνε μαζί κάνοντας τον περίπατό τους), Μημίλιας (κύριο όνομα), Ουλαλούμ, ηρώισσα (θηλ. του ήρωας).

 

v    Ανύπαρκτες λέξεις: ριμρόν, Ταχράμψας, Σιβάνιο.

 

v    Ηχοποίητες λέξεις: ντίγκισμα, Ταραράπ, Τριγιλίγκξ, κλουμπακίζω.

 

v    Επαναλήψεις: «Τολοιπόν δεν μου πολυάραζε· όχι, όχι δεν μου πολυάρεζε λέω» (20), «Ώστε αυτόν τον κ. Γιωσέ Μαχραμή, ναι, τον ήξερα· ναι, τον ήξερα αυτόν τον κ. Γιωσέ Μαχραμή» (20), «Δεν το ξέρω λοιπόν. Όχι, τολοιπόν δεν το ξέρω» (21), «Η ατιμία του ανθρώπου αυτουνού δεν είχε όρια· δεν είχε τα όρια αυτουνού η ατιμία» (24).

 

v    Ανορθογραφίες : ΣΤΗΛΒΟΤΥΡΕΙΟΝ ΤΟ ΚΑΤΩΠΤΡΟΝ, ΥΑΛΙΣΜΑ ΙΠΟΔΗΜΑΤΩΝ ΠΡΙΝ ΦΙΞ (25). ΄Η λέξεις σύμφωνες με την ορθογραφία της εποχής: ώμορφος, συρρεαλισμός, παληάνθρωπος, αρρώστεια, μυίγα, πράσσα, κάρρο, καλλίτερα, κυττάει. Η μετοχή σε όντας π.χ. ιδόντας, πηδόντας, περπατόντας είναι χαρακτηριστικά σκαριμπική.

 

v    Κατασκευασμένο γλωσσικό σύστημα (τα βιέννικα): ««Άρχισα λοιπόν πιστότατη μια μετάφραση. Έλεγα. «Δύο γαλαί, αναρριχηθείσαι επί τοίχου…» Κικισαμπατάν νατρ ανεφίσβλ… «ήρχισαν εν νι-α-ούρισμα τέλειον…» ιλ πιπρόν ζιφς αραμάουερ φάαρβτ… –Αραμάουερ φαρβτ; Μου κάνει ένα σπίτι εκειδά…είσαι βέβαιος; Και φαίνονταν νάχει επιφυλάξεις για δαύτο.  […]  –Ναι, του λέω, αραμάουερ φαβρτ. Πώς καλλίτερα αλλοιώς θα το πεις στα Βιεννικά το “νιαούρισμα”;» (28). 

               «–Ω…ω…λαμπατζούφ;

               –Και μπαρστάφτ;

               –Γιες, μπαρστάφτ…. Και πάγαινα λατινικά περπατόντας» (52).

 

v    Παραποιημένα γλωσσικά συστήματα: Λέξεις προφερόμενες από ξενόγλωσσο άτομο: «Σ’ αρέζος;», «Να χαθήτος!». «Γι’ αυτό είσαι κίτρινις…» (87).

«Γυναικεία» διάλεκτος: «…και μιλούσα γυναίκεια! Σις πιρικαλώ… έκανα στη μοδίστρα μου στρίγγλικα… πώς μου κάματε τόσο κοντό το φουστάν; Και τί κομπιναιζόν είν’ αυτό; Θα μι μαλώνει ο άντρας μου! […] –Κι λιπίν;» (62-63).

Ύβρεις στην καθαρεύουσα: «Τον έβριζα τώρα σε μια καθαρεύουσα εξαίσια, με σύστημα, με επιστημολογία και τέμπο Παλαιοάνθρωπε… έλεγα, ζώον της συνομοταξίας των σπονδυλωτών, της τάξεως των τετραπόδων, της οικογενείας των θηλαστικών… ήγουν όνε, κοινώς γάιδαρε!» (30).

 

v    Υπερρεαλιστικές εικόνες και τολμηρά εκφραστικά μέσα: «Παραδίνομαν σε μια πλήξη ανόητη – όρνιο πούχει στα ίδια φτερά του λουφάξει, ενώ τα μάτια της γαλαχτερά, σαν στ’ αγάλματα, διηγόντουσαν τους άσπρους μύθους των γύψων» (10), «Παραπέρα ένα κάρρο μετάφερνε κάτι που τούχαν βγει τα συρτάρια: Ήταν ο εαυτός μου ντουλάπα» (39), «Ανάποδα με τα πόδια ψηλά, αυτό το όνομα κλώτσαε σαν παλαβό στον αέρα» (49), «Τα φρου φρου του μεταξωτού ποδογύρου της μου ανέμισαν χρυσά μόρια λύπης» (50), «Ήλιοι χρυσοί θα φωτίζουν τις στράτες μας, και τότε, οι κατόπι μας, θ’ αποπνέν οσμές πάγου» (65), «Και αυτό το “πολύ λογικά” του περπάταε, έκανε με τα λάμδα σουλάτσα» (67), «Η κλίνη σου θάναι μια θήκη βιολιού κι ο ύπνος σου δυο τρία συρτάρια ανοιγμένα» (68).

 

v    Ποιητικές λέξεις/ λυρισμός: «σαν λυγμός βιόλας» (59), «βλέφαρα αρχαγγελικά» (75), «Πνοή νυχτερινή, αλαφρότατη, - σαν τα μυστικά του αποσούρουπου-» (84), «Πλάνη μοσκοβόλαγαν τα ρούχα της.» (86), « Οι δρόμοι, αλαφροί σαν τα ψέματα, διηγόντουσαν το παραμύθι της  πλάνης.» (87), «τα χέρια της μοιάζουν – κλειστά- σαν χτενάκια; σαν χτενάκια από φίλντισι;» (90),  «Τα γοβάκια της- φεύγοντας- είχαν μοιάσει σαν έρωτες που αλληλοκυνηγιόσαν στη χλόη…» (93)

 

Έντονα αισθητή γίνεται εδώ η βιωματική/ συγκινησιακή χρήση της γλώσσας, συναισθηματικά φορτισμένη, έντονα προσωπική και υποκειμενική,  καθώς όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο Σεφέρης «η λέξη, το υλικό αυτό του ποιητικού λόγου, είναι ένα καρπός που ωριμάζει μέσα στον ποιητή και αποσπάται από την ψυχή του… αφού απορροφήσει και αίσθημα και σκέψη.»[11]

 

Όσον αφορά τους νεολογισμούς στο παραπάνω μυθιστόρημα, παρατηρούμε ότι ο Σκαρίμπας πλάθει νέες λέξεις με ποικίλους στόχους. Άλλοτε οι νεολογισμοί αυτοί φανερώνουν «πως η πραγματικότητα και η μυθοπλασία υπερβαίνουν το λόγο, άλλοτε θεματοποιούν κάποιο μοτίβο κι άλλοτε επιτείνουν την παρουσία του συγγραφικού εγώ».[12]

 

       Με τον όρο νεολογισμός ή λεξιπλασία, επισημαίνει η Ελένη Κόλλια,[13] εννοούμε τον γλωσσικό τύπο που εισάγεται στο λεξιλόγιο μιας γλώσσας τυχαία ή συνειδητά και στη συνέχεια υιοθετείται από τα μέλη της γλωσσικής κοινότητας.

Στην περίπτωση του Σκαρίμπα, βέβαια, το τελευταίο δεν ισχύει καθώς δεν αναμένουμε από τους ομιλητές της γλώσσας να αποδεχτούν τις λεξιπλασίες του. Κάποτε μάλιστα οι λέξεις δεν παραπέμπουν σε καμία σημασία, π.χ. οι λέξεις ριμρόν, σιβάνιο, Ταχράμψας.

Αγαπημένη συνήθεια του συγγραφέα είναι οι ηχοποίητες λέξεις, π.χ. «ντίγκισμα», λέξη που δημιουργείται από τον ήχο χορδής μουσικού οργάνου. Είναι ο ήχος της χορδής που σπάει στο μυαλό του Αντώνη Σουρούπη και μοιάζει πιθανόν με το σόλο του Φίγκαρω που δεν ακούγεται ποτέ, καθώς σκοτώνει τη γυναίκα που αγαπά στην προσπάθειά του να την κουρδίσει. Ηχοποίητη λέξη είναι και το ρήμα «κλουπακίζω» που αναπαράγει τον ήχο κάποιου αντικειμένου το οποίο βρίσκεται μέσα στο νερό.

Άλλη μια λέξη που χρήζει ανάλυσης είναι το «Ουλαλούμ», η οποία σε μια πρώτη ανάγνωση δεν σημαίνει τίποτα· όμως, καθώς επισημαίνει ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «προέρχεται ενδεχομένως από το λατινικό ρήμα ululo, ομόρριζο, ομόηχο και ταυτόσημο με το ελληνικό ολολύζω. Οι δυο κλειστοί και σκοτεινοί φθόγγοι u […] υποβάλλουν τον ήχο ενός μακρόσυρτου και ενδόμυχου θρήνου».[14]

Το όνομα του πλοίου «Αποίκια», αποτελεί βέβαια παρατονισμό της λέξης «αποικία» και εκφράζει προφανώς την ανάγκη του ήρωα να αποδράσει έξω από τα όρια του κόσμου αυτού και να αναζητήσει καταφύγιο σε έναν κόσμο θαυμαστό, μακριά από την ανελέητη πραγματικότητα που τον κυκλώνει ασφυκτικά.

Χαρακτηριστικό είναι επίσης το όνομα Μημίλιας που ετυμολογείται πιθανόν από το μη+μιλώ, και παραπέμπει στο μοτίβο της σιωπής, ένα από τα πιο οικεία του συγγραφέα. Επανειλημμένα ο Σκαρίμπας έχει δηλώσει με ποικίλους τρόπους την αδυναμία της γλώσσας να εκφράσει την πραγματικότητα και έχει επιχειρήσει τη διάρρηξη και τη διεύρυνση των ορίων της.

Ακόμα και το όνομα της αγαπημένης γυναίκας Δολόξα (δόλος+λόξα ή μήπως δόξα+λόξα;) παραπέμπει στο μοτίβο της τρέλας, αφού ο ήρωας καταλήγει στο φρενοκομείο.

Άλλοτε ο συγγραφέας πλάθει λέξεις που δεν σημαίνουν τίποτα, π.χ. η λέξη «Σιβάνιο», υλοποιώντας έτσι την επιθυμία του να δημιουργήσει έναν καινούριο, αμεταχείριστο κώδικα επικοινωνίας. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και οι μεταφράσεις λέξεων και φράσεων σε μια γλώσσα που δεν έχουν καμιά σημασία, τα «βιέννικα».

Τι προσπαθεί να επιτύχει εναγωνίως ο συγγραφέας μεταχειριζόμενος τον γλωσσικό κώδικα με τόση αυθαιρεσία;

 Όπως παρατηρεί η Ελένη Κόλλια:

 

Βαδίζοντας στα χνάρια του Σκαρίμπα μοιάζει να δημιουργείται μια νέα πραγματικότητα, που απελευθερώνει τον ίδιο και ίσως τον αναγνώστη του από τα όρια της λογικής, του κοινωνικού του περιβάλλοντος αλλά και τις συμβάσεις της γραφής, προσφέροντάς του τη δυνατότητα να φύγει έξω από τα όρια του καθιερωμένου, του συμβατικού.[15]

 

 

Αντώνης Σουρούπης: Ένας (αντι)ήρωας κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της γλωσσικής του αυθαιρεσίας.

 

Στο Σόλο του Φίγκαρω για πρώτη φορά ο Σκαρίμπας εμφανίζεται σε πρώτο πρόσωπο (πρωτοπρόσωπη αφήγηση) καλυπτόμενος βέβαια πίσω από την περσόνα που λέγεται Αντώνης Σουρούπης. Πρόκειται για έναν εξαιρετικά αποκλίνοντα τύπο. Είναι ένας θλιβερός γελωτοποιός, ένας άνθρωπος με ταραγμένα λογικά και ξυρισμένο κεφάλι που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους της Χαλκίδας και ανοίγει ακατανόητες συζητήσεις με όποιον συναντήσει. Από τα λεγόμενα της μητέρας του, που τον αποκαλεί Αντωνίτσα και Αντωνούλα, και από τους χαρακτηρισμούς που του δίνει («ένα σειστή, ’ναν λυγιστή, έναν παρδαλομάτη»), συμπεραίνουμε ότι συν τοις άλλοις είναι θηλυπρεπής.

Γιατί γελοιοποιεί σε τέτοιο βαθμό τον ήρωα του ο συγγραφέας; Ο Πέτρος Σπανδωνίδης επισημαίνει σχετικά:

 

Ο Σκαρίμπας γνωρίζει ότι υπερέχει, αλλά και πιστεύει ότι κρατιέται σε μειονεκτική θέση· θα επιθυμούσε καλύτερη θέση. Και ακριβώς επειδή επιθυμεί την καλύτερη θέση και δε μπορεί να την πετύχει, μουτζουρώνεται, παραμορφώνεται, γίνεται κατώτερος. […] Και όσο η παραμόρφωση, η τιποτενιοποίηση, η γελοιοποίηση είναι πιο προχωρημένη, τόσο ο αφοπλισμός του εχθρού είναι πλήρης.[16]

 

Αυτός ο απίθανος τύπος, λοιπόν, ο Αντώνης Σουρούπης επιθυμεί να γράψει ένα μυθιστόρημα. Η ζήλια του είναι αβάσταχτη όταν υποψιάζεται πως κάποιος άλλος μπορεί να του έκλεψε τις ιδέες του, ενώ η αποχαύνωσή του μπροστά στα «αριστουργήματα» των ομοτέχνων του, που ο ίδιος ποτέ δεν θα φτάσει, προκαλεί αβίαστο γέλιο: «Λόγου χάρη υπογράμμιζα σαν ποιος ξέρει τί μάλαμα, λόγια σαν τούτα: “…Έβρεχε όξω μια βροχή ακατάπαυστη” ή “μια κόττα κακάριζε, τίς οίδε αν στη δική της φωληά ή σε ξένη”. Μπρε, μπρε, μπρε!... έκανα κι έχασκα. […] Κι η ζήλια με τρύπαε. […] Αχ!... εγώ –έλεγα μέσα μου– αχ εγώ είμαι μπούφος. Ποτές, ναι ποτές δεν θα τους φτάσω αυτουνούς, να γράφω κι εγώ για μια βροχή ακατάπαυστη ή για μια κόττα που τίς οίδε… και λοιπά και λοιπά…» (10).

Εξαιτίας δε της εμμονικής του προσήλωσης στην εξεύρεση θέματος, ο ήρωας αρρωσταίνει σοβαρά.

Στο μεταξύ, μας δίνεται η διαδικασία σύνθεσης του έργου του: αγωνιά για το αν το θέμα του είναι πρωτότυπο, αγωνίζεται να σκιαγραφήσει την ηρωίδα του, απογοητεύεται, παλεύει με τα ρήματα, μπερδεύεται, μαλλιά κουβάρια τού έρχονται οι ιδέες, σβήνει και γράφει και ξανασβήνει, περιφέρεται σαν χαμένος αναζητώντας έμπνευση, αναρωτιέται πώς θα το μεταφράσει στα… βιέννικα, όταν θα έχει τελειώσει, και όταν υποψιάζεται πως κάποιος άλλος μπορεί να γράφει κι αυτός ένα αριστούργημα, τρελαίνεται.

Στην πορεία τον βρίσκουμε ερωτευμένο με τη Νίνα Δολόξα, μια παράξενη γυναίκα που πιθανόν έχει μια αδελφή που της μοιάζει, τη Λουίζα, η οποία κοιμάται συνεχώς. Ο ήρωας συγγράφει ύμνους λυρισμού για την κοιμισμένη Λουίζα αλλά και για τη Νίνα. Οι δύο γυναίκες είναι κούκλες ή ρομπότ, η μία βιόλα η άλλη ρομβία, όπως πληροφορούμαστε στη συνέχεια.

Ο ήρωας επιθυμεί να ακούσει την αγαπημένη γυναίκα, που είναι βιόλα, να παίζει το «Σόλο του Φίγκαρω». Η ίδια του δίνει το κλειδί που έχει σχήμα στιλέτου, με το οποίο πρέπει να την κουρδίσει μπήγοντάς το στο στήθος της.  Έτσι άθελά του ο ήρωας θα σκοτώσει τη Νίνα, η οποία προφανώς δεν έχει αδελφή και είχε σχεδιάσει την αυτοκτονία της με αυτό το τέχνασμα.

Τέλος, κλεισμένος στο φρενοκομείο επιδίδεται στην ποίηση και θρηνεί για την αδυναμία του να επιβιβαστεί στο καράβι που θα τον οδηγούσε «όξ’ απ’ τα όρια του κόσμου».

Σημειώνει η επιμελήτρια της έκδοσης Κατερίνα Κωστίου:

 

Λόγος που παίζει με τη μεταφορά και την κυριολεξία, και ερευνά την αμφισημία των λέξεων, αναγραμματισμοί, υπαινιγμοί, αφηγηματικά επίπεδα που χωνεύουν το ένα μέσα στο άλλο, υπερρεαλιστικές εικόνες κ.ά. Η προσέγγιση του μυθιστορήματος συνίσταται στην ανασύνθεση σπαραγμάτων επεισοδίων και συμπεριφορών που δίνονται δίχως ιδιαίτερη σειρά και συνοχή, και στην αποκωδικοποίηση εκ πρώτης όψεως άλογων λεκτικών μονάδων.[17]

 

«Το παραδοξολογείν είναι  η μητέρα της σάτιρας», δήλωνε ο ίδιος ο Σκαρίμπας. Στο Σόλο του Φίγκαρω, οι παραδοξολογίες δεν έχουν τέλος και η σάτιρα στρέφεται κατά πάντων. Είναι το πιο αιχμηρό όπλο που διαθέτει ο συγγραφέας και δεν διστάζει να ανοίξει πυρ κατά βούληση. Εκτός από τους ομοτέχνους του και την Ακαδημία, τον συναντάμε να σατιρίζει τους θεωρητικούς του υπερρεαλιστικού κινήματος με σπαρταριστό τρόπο.

 

Δεδομένου όμως ότι έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα με υψηλή αυτοαναφορικότητα, όπως είδαμε και πιο πάνω, οι παραδοξολογίες, η ακραιφνής σάτιρα και ο παραλογισμός που συναντάμε σε κάθε παράγραφο, έχουν επιφορτιστεί και με έναν ακόμα ρόλο. Να υπερτονίσουν τον τεράστιο διχασμό που υφίσταται εκ των πραγμάτων ανάμεσα στον καλλιτέχνη, που σπαράσσεται από εσωτερικές αναζητήσεις και συγκρούσεις, και τον κοινό, απλό άνθρωπο που ποτέ του δεν θα μπορέσει να συλλάβει τον ακήρυχτο πόλεμο που μαίνεται στα εσώτερα του συγγραφέα / λογοτέχνη. Η ρήξη μεταξύ των δύο αυτών αντιτιθέμενων πόλων δεν φαίνεται να μπορεί να γεφυρωθεί.

Φανερή είναι η έλλειψη συνεννόησης, η παντελής αδυναμία επικοινωνίας ανάμεσα στον Αντώνη / συγγραφέα και τον υπόλοιπο κόσμο αδιακρίτως, γεγονός που συντελεί στην άκρα περιθωριοποίησή του ήρωα. Οι σχέσεις του με τον κοινωνικό περίγυρο έχουν διαρραγεί επικίνδυνα.

«–Καθαυτό όχι αυτό, του λέω και του ξηγάω εκειχάμω. Του κάμνω λιανά τα περί βιωμάτων και πλαισίων, τα περί σπασίματος των γύρω απ’ την τέχνη κανόνων· τον κατατοπίζω στο υπέδαφος.

–Είστε κορνιζοποιός; με ρωτάει.

–Όχι, όχι…τί ιδέα! Μυθιστοριογράφος… του λέω…» (40)

 

«Τέτοιον συνεπαρμένον, ηλίθιον – με πέτυχε να χάσκω εκείδα, ένας φίλος. Ήταν ο φίλος μου ο Κωστής Κελαδής. Μπρε, μπρε, μου κάνει, τί έπαθες; πού πας σαν ν’ αποκοιμήθηκες ολόρθος; Πάω –του λέω– να σκεφτώ μια καρέκλα!... Έχω καιρό –λέω– νάχω πάει για να συλλογιστώ μια καρέκλα…» (49).

 

«Και άκουσα ένα γκαρσόν να φωνάζει: “εντόσθια της ώρας…” –Μα έχει –ρωτάω έναν πούβγαινε– έχει εντόσθια η ώρα; Ο άνθρωπος έστριψε βλοσυρός και με κύταξε και μούπε να πάω –λέει– στο διάβολο…» (57).

 

«–Βαφτίσια –μου κάνει– όχι δα. Γίνεται μια γιορτή του Ωδείου. Οι εισπράξεις θα παν υπέρ των απόρων της πόλεως…

–Των απόρων; λέω γω… ποιων απόρων; και έχασκα· δεν εννοούσα διόλου.

–Αδελφέ –μου λέει– των φτωχών,… πώς να στο πω; των απόρων της πόλεως…

–Ναι, καλά… μα ποιας πόλεως;» (70)

 

    Κάποια στιγμή υποψιαζόμαστε ότι το γέλιο που προκαλείται από τις ανορθόδοξες καταστάσεις δεν αποτελεί μια κοινωνική παράμετρο, αλλά μια εσωτερική ποιότητα. Είναι παραμόρφωση, μεταμόρφωση, μια προσωπίδα που γελά πάνω στο πρόσωπο ενός δυστυχισμένου ανθρώπου. Είναι ένα γέλιο γκροτέσκο. Στο βάθος του υπάρχει μια πληγωμένη καρδιά και πολλή δυστυχία. Ο κόσμος που ξεβιδώθηκε, τα ελατήρια που χάλασαν, ο ρυθμός της ζωής που απορυθμίστηκε, είναι αυτός ο ίδιος ο κόσμος του Σκαρίμπα. Όχι τυχαία οι ιστορίες του ξεκινούν με τρόπο σπαρταριστό και καταλήγουν με τρόπο σπαραχτικό.

Ο Στέφανος Σταμάτης εντοπίζει ομοιότητες και κοινά σημεία ανάμεσα στον ήρωα του Σκαρίμπα και τον Σαρλώ:

 

          Κι όπως αυτός, βουβός στον καιρό του stereo, παλαιϊκά ασπρόμαυρος στον καιρό του Σινεράμα, κάθε φορά που πηδάει ανάμεσά μας ένας φίλος που επιστρέφει, έτσι και ο Αντώνης Σουρούπης, καθώς μας πηγαίνει από κωμικές –ίσως– στιγμές σ’ απροσδόκητα ευρήματα από καταστάσεις “διακονιάρικου οίστρου” σε μικρές δόσεις ονείρου –άπιαστες κομψές κυρίες, καράβια που φεύγουν για “έξω από τα όρια του κόσμου”– γίνετ’ ένας φίλος που μπορούμε να κλάψουμε μαζί του.[18]

 

 

Γιάννης Σκαρίμπας, το σκοτεινό alter ego των ηρώων του

 

Πίσω από τη γκροτέσκα φιγούρα του Αντώνη Σουρούπη, δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε την ιδιότροπη, εκκεντρική φιγούρα του Χαλκιδαίου συγγραφέα και την ιδιόμορφη σύγκρουσή του με στο λογοτεχνικό και το κοινωνικό καταστημένο της εποχής του.

       Πρωτοποριακός πεζογράφος και ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μαχητικός αρθρογράφος αλλά και αμφιλεγόμενος ιστορικός, ο Γιάννης Σκαρίμπας αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους πεζογράφους της «Γενιάς του ’30».

Θεωρείται, μάλιστα, ότι μαζί με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και τη Μέλπω Αξιώτη ανανέωσαν την πεζογραφία του  μεσοπολέμου.

Ο ποιητής εντάσσεται στη μεσοπολεμική γενιά των νέο- ή μετα-  συμβολιστών που κομίζουν στην ποίηση την αίσθηση του ανικανοποίητου του ατελέσφορου και είναι συχνά οι ίδιοι αυτοκαταστροφικοί.

«Μοναδικός «μαιτρ του φάλτσου», ο αιρετικός Χαλκιδαίος, εκφράζει τη συγκρουσιακή σχέση του με την πραγματικότητα, εξωτερική και εσωτερική, συμπεριλαμβανομένου και του ποιητικού του λόγου, και συνάμα ξεπερνάει τα αδιέξοδά του με ένα «φάλτσο»: το έργο του.» γράφει η Κατερίνα Κωστίου. [19]

Επανειλημμένα είχε εκφράσει ο συγγραφέας την οξύτατη κριτική του προς τον συμβατικό κοινωνικό περίγυρο, τον οποίο κατακεραυνώνει με το καυστικό του χιούμορ.

«Τί τους ήθελε αυτούς τους νομοταγείς και φιλόνομους και τους έπλασε ο Πανάγαθος; Δεν τους έκανε παλαμίδες τουλάιστο, που στη σκάρα λεμονόλαδο είναι κανενός να μη δίνεις;»[20]

    Σε ποιους στοχεύει όμως εξαπολύοντας την πικρόχολη σάτιρά του; Είναι οι «Διευθύνοντες σύμβουλοι», οι «υγιώς σκεπτόμενοι», οι «κύριοι», οι επιφανειακώς έντιμοι συμπολίτες του που διαπράττουν τις ατιμίες τους με τίμιο και νόμιμο τρόπο, οι «τα πρώτα φέροντες», βουλευτές, μέτοχοι, διευθυντές, σύμβουλοι και πρόεδροι. Όταν τους αντιμετωπίζει γίνεται αμείλικτος.

 

«Είναι τα νευρόσπαστα της σύγχρονης ζωής, τα αυτοϊκανοποιημένα και ανυποψίαστα ευτυχή μηδενικά, οι «εαυτούληδες», οι «υγιώς σκεπτόμενοι», οι «αναρριχητικοί», οι διευθύνοντες σύμβουλοι, οι θεατρίνοι –της ζωής και όχι του θεάτρου–, οι «τα πρώτα τη κοινωνία φέροντες». Και πέρα απ’ αυτούς, είναι τα φετίχ, οι μηχανισμοί, οι χρεωκοπημένες συμβατικότητες, η φαλκίδευση των αισθημάτων, η παρακμή μιας κοινωνίας χαμαιλεόντων. Ενάντιος στέκει ο συγγραφέας απέναντι στον κόσμο τούτο. Αυτή είναι η δεσπόζουσα στάση του.»[21]

 

 

Η κριτική αντέδρασε με διφορούμενο τρόπο απέναντι στο έργο του και αντιμετώπισε την πεζογραφία του είτε με άκριτο ενθουσιασμό είτε με καχυποψία (ακόμα και άρνηση).

«Ιδιότυπος, αντικομφορμιστής, αναρχικός, πρωτότυπος, μοναδικός, αιρετικός, στυλίστ, σουρεαλιστής» είναι κάποια από τα επίθετα που  αποδόθηκαν στον Σκαρίμπα.

Υπάρχει η άποψη ότι ο συγγραφέας αγνοήθηκε από την κριτική της

εποχής του, η οποία, χωρίς να είναι απολύτως ακριβής, συνέβαλε ωστόσο να παραγκωνισθεί η νεωτερική πεζογραφία του και η πρωτότυπη  ποιητική του παραγωγή.

Το γεγονός ότι  ο συγγραφέας έζησε όλη του τη ζωή στην επαρχία κρατώντας επιθετική στάση απέναντι στην πρωτεύουσα, η έξαρση της διαμάχης κέντρου-περιφέρειας, το αντισυμβατικό του πνεύμα και ο εριστικός χαρακτήρας του, σε συνδυασμό με τη δύστροπη γραφή του,  ευθύνονται κατά πολύ για την έλλειψη συστηματικής κριτικής ενασχόλησης με το έργο του.

Ο κατακερματισμός της ταυτότητας των ηρώων, η  ιδιάζουσα γλώσσα του, η εξάρθρωση της σύνταξης, η υψηλή αυτοαναφορικότητα της γραφής του, η εσωτερική διακειμενικότητα, οι παραδοξολογίες, το υπερρεαλιστικό στοιχείο, η καυστική σάτιρα, ο κλαυσίγελως είναι κάποια από τα στοιχεία της νεωτερικότητας του πεζού του λόγου.

Ο Σκαρίμπας φιλοδοξούσε να προαγάγει την πόλη της Χαλκίδας σε κέντρο της περιφερειακής λογοτεχνίας, γιατί πίστευε ότι οι επαρχιώτες συγγραφείς αγνοούνται η παραγκωνίζονται από τους Αθηναίους συναδέλφους τους. Με τον Τρικαλινό ποιητή Νίκο Παππά κηρύσσουν την πνευματική απεξάρτηση της επαρχίας από την πνευματική κηδεμονία της Αθήνας.

Ως αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας, η Χαλκίδα και τα Τρίκαλα θεωρούνται εκείνη την εποχή ως τα δύο επαρχιακά κέντρα που «αντιπαρατίθενται» στην Αθήνα. Η γέφυρα του Ευρίπου, το φαινόμενο της παλίρροιας, καθώς και χαρακτηρισμοί όπως «Σταυροφόρος του Ευρίπου», «μέγας Δουξ πάσης Χαλκίδας και Ψαχνών», «θορυβοποιός της Χαλκίδας» και άλλοι, χρησιμοποιούνται κατά κόρον από το λογοτεχνικό κατεστημένο της Αθήνας για να χλευάσουν τον Γιάννη Σκαρίμπα.

      Άλλωστε διανύουμε την εποχή που στην πνευματική ζωή της Ελλάδας δεσπόζει η «Γενιά του ’30», όταν ο Γιάννης Σκαρίμπας ξεκινά να δημοσιεύει συλλογές διηγημάτων, όπως οι Καϋμοί στο Γριπονήσι και Το Θείο Τραγί,  μυθιστορήματα, όπως το Βατερλώ δυο γελοίων, Μαριάμπας, Το Σόλο του Φίγκαρω και Η Μαθητευομένη των τακουνιών, ποιητικές συλλογές, όπως το Ουλαλούμ και οι Εαυτούληδες αλλά και θεατρικά έργα, όπως Ο ήχος του κώδωνος, δημιουργώντας παράλληλα τον δικό του μύθο στον χώρο της λογοτεχνίας.

Πολύ ενωρίς, ήτοι στα 1935, γράφει για τον Γιάννη Σκαρίμπα ο Ανδρέας Καραντώνης:

 

Καταπάτησε τη λογική της πραγματικότητας, ανακάτεψε τα σχήματα και τα χρώματα, μετατόπισε τα βάρη και τους όγκους του φυσικού κόσμου, εξάρθρωσε τους ήχους και προσπάθησε να αναπλάσει μέσα από το χάος την καινούρια πεζογραφική γλώσσα: την ιδιόρρυθμη, την παρδαλή, την κωμική μα και τη συχνά υποβλητική γλώσσα που μας μιλά για την ιστορία ή καλύτερα για τον εσωτερικό μύθο.[22] 

 

Ο λογοτέχνης πεθαίνει στη Χαλκίδα το 1984.

Ωστόσο, η αντιμετώπισή του, ακόμα και μετά θάνατον, από τους ντόπιους, είναι αρκετά αντιφατική και μπορεί να γίνει, σχετικά εύκολα, κατανοητό γιατί πολλοί από τους Χαλκιδαίους δεν ένιωθαν ιδιαίτερα περήφανοι για την εκκεντρική προσωπικότητα που φιλοξενούσε η πόλη τους.

Παρατηρεί ο Αλέξανδρος Αργυρίου:

 

[…] μπορούμε να συμπεράνουμε ότι περνούσε ως ένας τύπος δύσκολος, δύστροπος, γραφικός και –γιατί όχι– μη σοβαρός. Χρειάστηκε να περάσουν πολλές δεκαετίες μέχρις ότου η πόλη που την είχε καταστήσει σημείο αναφοράς στο έργο του, ξεπεράσει το δίλημμα: ιδιοφυής ή τρελός, και τον τιμήσει με ξεραμένες δάφνες, ουσιαστικά: κατόπιν εορτής. Τίμημα: η περιθωριοποίησή του, μια ζωή.[23]

 

 

 

 

 

 

Συμπερασματικά

                                                   Το ύφος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος[24].

 

Με την έννοια ότι εκφράζει την προσωπικότητα του συγγραφέα, αποτελεί την υπογραφή του πνεύματός του. Και ακόμα «το ύφος ενός συγγραφέα αντανακλά σε γενικές γραμμές τον εσωτερικό του κόσμο» (Goethe). “Το ύφος είναι η φυσιογνωμία του πνεύματος» (Schopenhauer). Ο Άγγελος Τερζάκης υποστηρίζει: «Το ύφος δεν γίνεται μόνο με τη γλώσσα. Είναι κάτι βαθύτερο, ψυχικότερο, σχεδόν αστάθμητο. Είναι ευαισθησία και ψυχικός βηματισμός, είναι μετάγγιση ηθικών αξιών και αισθητικός ρυθμός.» [25]

Τι υποκρύπτει λοιπόν το ιδιόρρυθμο ύφος του Γιάννη Σκαρίμπα, αυτή η αγωνιώδης διαπάλη με τη γλώσσα, η τιτάνια προσπάθεια να πλάσει ο συγγραφέας έναν καινούριο, αμεταχείριστο  κώδικα επικοινωνίας;

Μελετώντας το έργο του συγγραφέα, διαπιστώνουμε ότι οι ιδιαιτερότητες στο ύφος του που αναλύσαμε παραπάνω, πολύ απέχουν από το να αποτελούν απλώς έκφραση εκκεντρικότητας ή συγγραφικού καπρίτσιου. Πίσω από όλες αυτές τις γλωσσικές ακροβασίες, τις υφολογικές ιδιαιτερότητες και τις συντακτικές τρικλοποδιές ή τους ατελεύτητους παραλογισμούς, υποβόσκει ένα δεύτερο επίπεδο: εκείνο της υπονόμευσης και διάθεσης ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων –είτε λογοτεχνικό, είτε κοινωνικό, είτε πολιτικό κατεστημένο λέγεται αυτό.

Κι ακόμα της ανελέητης καυστικής σάτιρας που εκτοξεύει ο συγγραφέας κατά των πολυάριθμων- όπως φαίνεται- εχθρών του.

 Εκφράζεται ο κατακερματισμός της ταυτότητας μιας ολόκληρης γενιάς, αυτής του μεσοπολέμου και η αγωνιώδης αναζήτηση ταυτότητας.

 Πιστοποιείται η τεράστια απομόνωση/μοναξιά που σαν βαθιά τάφρος διαχωρίζει οριστικά, χωρίς δυνατότητα υπέρβασης, τον συγγραφέα/λογοτέχνη/ καλλιτέχνη με το ακατάστατο, χαώδες διανοητικό του σύμπαν, από τον κοινό θνητό με τον συμβατικό μικρόκοσμό του.

Αλλά και ένα βαθύτερο, ακόμα πιο σκοτεινό, γι’ αυτό και ανησυχητικό, επίπεδο ανάγνωσης των έργων του μπορούμε να επισημάνουμε με δεδομένο το γεγονός ότι: πρώτον, επαναλαμβάνεται συχνά αυτούσια η επιθυμία του συγγραφέα να διαφύγει «όξω από τα όρια του κόσμου τούτου» με διάφορα προσχήματα, και δεύτερον ότι όλοι γενικά οι ήρωες των έργων του παρουσιάζουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά που επανέρχονται (ο προσδιορισμός της ταυτότητάς τους είναι ασαφής, βρίσκονται σε διαρκή περιπλάνηση, αρνούνται να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο, διαθέτουν παράξενες εμμονές, φλερτάρουν με την τρέλα και την αυτοχειρία). 

Είναι προφανές ότι ο μικροκαμωμένος ανθρωπάκος της Χαλκίδας τόλμησε να αναμετρηθεί με όσα ύψιστα κατατρύχουν από καταβολής κόσμου και στοιχειώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη: την εναγώνια αναζήτηση του εαυτού, την τρέλα, τον έρωτα, και τον θάνατο φλερτάροντας αδιάκοπα μαζί τους και ισορροπώντας σε μια διαρκή ισορροπία τρόμου.

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Σκαρίμπας, αιρετικός και ιδιόρρυθμος (με την κυριολεκτική σημασία του όρου), απέδωσε με τον πιο δραστικό τρόπο τη σπασμωδικότητα και τη διάλυση της ταυτότητας του μεσοπολεμικού ανθρώπου και της αισθητικής του· και γι’ αυτό παραμένει πάντα επίκαιρα και τελεσίδικα μοναδικός κάθε φορά που ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με το μείζον ερώτημα «ποιος είμαι;».» παρατηρεί η Κατερίνα Κωστίου.[26]

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Ι. Πηγές

Σκαρίμπας, Γιάννης, Το σόλο του Φίγκαρω, επιμ. Κατερίνα Κωστίου, Νεφέλη 1992 [=Κωστίου, Κατερίνα (1992α)].

 

ΙΙ. Βοηθήματα

Αργυρίου, Αλέξ. (1985): «Τόλη Καζαντζή, Μια μέρα με τον Σκαρίμπα», εφ. Τα Νέα, 8 Ιουλίου 1985 [προσβάσιμο και στο: http://invenio.lib.auth.gr/record/47309/ (Η επίσκεψη έγινε στις 22/07/2014)].

 

Κόλλια, Ελένη (2007): «Οι νεολογισμοί στο Σόλο του Φίγκαρω», Πρακτικά Α΄ Πανελλήνιου Συνεδρίου για τον Γιάννη Σκαρίμπα, επιμέλεια Κατερίνα Κωστίου, Χαλκίδα: Διάμετρος, 75-86.

 

Κουνενάκη, Πέγκυ (1997): «Γιάννης Σκαρίμπας, Ποιητής και πεζογράφος της Χαλκίδας», εφ. Καθημερινή, Επτά Ημέρες, 6 Απριλίου 1997 [προσβάσιμο και στον ιστότοπο: http://wwk.kathimerini.gr/kath/7days/1997/04/06041997.pdf (η επίσκεψη έγινε στις 30/06/2014).

 

Κωστίου, Κατερίνα (2014): Ο «μαιτρ του φάλτσου» και η clownerie του Μεσοπολέμου, Χρόνος online περιοδικό, τεύχος 9,  [προσβάσιμο στον ιστότοπο: http://www.chronosmag.eu/index.php/s-fls-clownerie-spl.html (η επίσκεψη έγινε στις 28/9/2014)

 

Μπαμπινιώτης, Γ. (1991): Γλωσσολογία και λογοτεχνία. Από την Τεχνική στην Τέχνη του λόγου, Αθήνα, Β’ έκδ.

 

Νανόπουλου Δ.– Μπαμπινιώτη Γ. (2010): «Από την κοσμογονία στη γλωσσογονία. Μια συν-ζήτηση» Αθήνα, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 81-82

 

Ραυτόπουλος, Δ. (1959): «Γιάννη Σκαρίμπα, Το Βατερλώ δυο γελοίων», περ. Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 59-60 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1959).

 

Σεφέρης, Γιώργος (1981): Δοκιμές Α, Αθήνα, Ίκαρος

 

Σπανδωνίδης, Π.(1939): «Γιάννη Σκαρίμπα: Το Σόλο του Φίγκαρω», περ. Μακεδονικές Ημέρες, τχ. 3 (Μάιος-Ιούνιος 1939), 63-65.

 

Σταμάτης, Στέφανος (1971): «Γιάννης Σκαρίμπας: Το Σόλο του Φίγκαρω» [στο:] Σημείωμα της δεύτερης έκδοσης, Αθήνα: Κάλβος 1971, 111.

 

Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος, (2001): Νεοελληνικός λόγος, Μελέτες για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και το ύφος, Αθήνα (επανεκτύπωση, πρώτη εκτύπωση εκδ. Νεφέλη 1992)

 

Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος, (2002): Γλωσσική και λογοτεχνική κριτική, Αθήνα

 

Ξενόγλωσση:

 

Jakobson, Roman (1966): Grammatical imagery in Cavafys poem : Θυμήσου, σώμα… Linguistics 20 [=Εκηβόλος 7 1981]

 

 




[1] Φιλόλογος, μεταπτυχιακό στις Επιστήμες της Αγωγής με κατεύθυνση Δημιουργική Γραφή από το Πανεπιστήμιο Δυτ. Μακεδονίας. Η ανακοίνωση είναι βασισμένη στη μεταπτυχιακή εργασία μου με τίτλο Παραδοξολογίες και γλωσσικές ακροβασίες στο πεζογραφικό έργο του Γιάννη Σκαρίμπα που βρίσκεται αναρτημένη στη διεύθυνση http://www.24grammata.com/?p=44654
[2] Ο Wittgenstein
[3] ( Νανόπουλος- . Μπαμπινιώτης, 2010)
[4] (Χαραλαμπάκης  2002, 54)
[5] (Μπαμπινιώτης, 1991)
[6] (ό.π. 101-129)
[7] (Χαραλαμπάκης  2001)
[8] (Κωστίου  1992α,137)
[9] 9Jakobson  1966)
[10] (Μπαμπινιώτης 1991, 107-117)
[11]( Σεφέρης 1981)
[12] (Κωστίου (1992α), 137-138)
[13] (Βλ. Κόλλια  2007, 75-86)
[14] (Στο ίδιο, 80)
[15] (Στο ίδιο, 84)
[16]( Σπανδωνίδης 1939, 63-65)
[17]( Κωστίου  (1992α): 128)
[18] (Σταμάτης 1971, 111)
[19] (Κωστίου  2014)
[20] Βλ. Το θείο τραγί,  20
[21] (Ραυτόπουλος, 1959, 222-223)
 
[22] Βλ. άρθρο της Κουνενάκη (1997).
[23] (Αργυρίου  1985)
[24] Ορισμός του Buffon
[25] (Χαραλαμπάκης  2001,  31)
[26] Κωστίου, Κατερίνα: (2014)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου