Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

φραγκόσυκα (διήγημα)


ΦΡΑΓΚΟΣΥΚΑ

 

Θυμάμαι τον Τάκη, νυσταλέο κάτω από τη φραγκοσυκιά. Ράθυμο μέσα στο αποπνικτικό μεσημέρι. Με κοντά παντελόνια σκισμένα, με τα γόνατα γρατσουνισμένα. Από δίπλα ο αδελφός μου, παρόμοια κατάσταση.

Δυο πιτσιρίκια κάτω από τη φραγκοσυκιά , δίπλα στο φράχτη του κήπου μας.  Να γεύονται ηδονικά- τι άλλο;-φραγκόσυκα!

Καρπός κακτοειδούς φυτού κεντρο-αμερικανικής προέλευσης, φύεται σε ξερότοπους, ευδοκιμεί σε χωράφια πετρώδη και θερμά. Γεμάτος ο τόπος μας από δαύτα. Ιεροτελεστία ολόκληρη η κοπή τους.

Αλλά σας μιλούσα για τον Τάκη και για τον αδελφό μου. Τα τεμπελόσκυλα, οι ρέμπελοι.

Εγώ μόλις έχω γυρίσει από το σχολείο, καταϊδρωμένη, είμαι όλο νεύρα. Σεπτέμβρης είναι. Η άσπρη κορδέλα μού σφίγγει τα μηνίγγια. Η σκόνη στα ρουθούνια μου. Έχω λερώσει τα σοσόνια μου. Το στόμα μου έχει κολλήσει, τα μαλλιά μου είναι χάλια.

Τους βλέπω κάτω από τη φραγκοσυκιά να μασουλάνε αδιάντροπα και  κάτι κλωτσάει μέσα μου. Πώς τολμάνε να είναι τόσο μικροί, τόσο ξένοιαστοι; Πώς αυθαδιάζουν μασουλώντας φραγκόσυκα όσο εγώ ιδροκοπάω μπροστά στον μαυροπίνακα;

Πλησιάζω ακροποδητί- ο βόμβος των τζιτζικιών δεν τους αφήνει να με αντιληφθούν- και τους καταφέρνω μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα.

Θυμάμαι τον Τάκη. Αθώα σαν του βοδιού μάτια του, γεμάτα απορία.

-Έλα, μωρέ Ματούλα! κλαψουρίζει.

Ευθύς πετάγεται πάνω, το παχουλό σώμα του τον δυσκολεύει. Γίνεται καπνός στο χωματένιο δρομάκι.

Ο αδελφός μου τρέχει στριγκλίζοντας στα φουστάνια της μάνας μας.

Από τότε είχα νεύρα. Πολλά νεύρα.

Χρόνια μετά.

Η φραγκοσυκιά ακόμα σφιχταγκαλιάζει τον φράχτη του κήπου μας. Οι υπόλοιποι έχουμε μετοικήσει, οι γονείς εν τόπω χλοερώ, εμείς στην πόλη. Ρημαγμένο το  σπίτι, αλλά το κακτοειδές πάντα εκεί. Να γεννοβολάει καρπούς που περικλείουν σφιχτά την χυμώδη σάρκα τους μέσα στο  ακανθώδες περίβλημα.

Επισκέπτομαι το γενέθλιο τόπο με το σύζυγο. Κάποια στιγμή με πλησιάζει στο δρόμο ο Τάκης. Δεν τον αναγνωρίζω, κάτισχνος, καταβεβλημένος, πρόωρα γερασμένος. Είμαι άλλωστε ενήμερη για την αρρώστια του. Ανίατη.  

-Δεν με γνώρισες, μωρέ Ματούλα; Ίδια με πιστού σκύλου τα μάτια του, γεμάτα παράπονο.

Τι να πω; Ψελλίζω αμήχανη κάποιες κουβέντες παρηγοριάς.

Λίγους μήνες μετά πληροφορούμαι από την αδελφή του το μοιραίο.

-Έλα, μωρέ Ματούλα…

Κάποιος μου ψιθυρίζει στο αυτί ή έχω παραισθήσεις;

Μια ανατριχίλα διατρέχει τη ραχοκοκαλιά μου.

Θέλω να πάω, να αφήσω μια σακούλα με φραγκόσυκα στον τάφο του.

Να του ευχηθώ να γεύεται χυμούς ηδονικούς στο μακρινό ταξίδι του.

Δεν αξιώθηκα. Στη σκέψη έμεινα. Κι ας μην έχω ανειλημμένες υποχρεώσεις, κι ας μην υπάρχουν παιδιά να με κρατάνε. Ούτε σύζυγος υπάρχει πια. Να φταίει το γεγονός ότι πάντα είχα πολλά νεύρα;

 
Χαρά Νικολακοπούλου
 
(Δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό diastixo.gr στις 2 Φεβρουαρίου 2014)
 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου