Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Ερως γαρ ή Ο έρωτας στα χρόνια της κρίσης (μικρό διήγημα)


ΕΡΩΣ ΓΑΡ….

 

           Λοιπόν ήμασταν τέσσερις. Φιλαράκια από παλιά. Η Τζορτζίνα, η Πένυ, ο Μήτσος κι εγώ. Η Τζορτζίνα βασικά είναι ψυχούλα. Σκοτεινή φυσιογνωμία όμως, μυστηριώδες ύφος. Φιλόλογος με ειδικότητα στις υποκλοπές. Δεν υπήρχε περίπτωση να της ξεφύγει σκονάκι, στου βοδιού το κέρατο να τα είχε κρύψει το μαθητούδι. Η Πένυ είναι η γκόμενα. Λογίστρια,  με στυλ μοιραίας «απόψε κάνω μπαμ!» Ο Μήτσος μεγάλη μούρη, στα δάχτυλα τους παίζει τους υπολογιστές, έχει πέντε έξι πτυχία και στα 45 του σπουδάζει στη Φιλοσοφική. Δεινός χάκερ σημειωτέον.

          Όσο για μένα…δεν μου αρέσει να περιαυτολογώ, δηλώνω φιλόλογος επίσης, φαν των μυστηρίων παντός είδους και φουλ ερωτευμένη τον τελευταίο χρόνο. Το μωρό μου είναι ο άγγελός μου, το γούρι μου, μόνο καλά πράγματα μου συμβαίνουν από τότε που τον γνώρισα.

         Με τα παιδιά, τα μιλήσαμε τα συμφωνήσαμε και είπαμε να το ανοίξουμε το γραφείο. Δεν μπορώ να πω ότι νιώθαμε και ιδιαίτερα περήφανοι αλλά πενία τέχνας κατεργάζεται.

         Κρίσις γαρ… τα ιδιαίτερα μαθήματα σπανίζουν, ζόρικες εποχές βιώνουμε στο Ελλάντα το σωτήριον έτος  2014. Μας συνέτρεξε και ο πατέρας της Τζορτζίνας, παλιά καραβάνα στην πιάτσα, μας τα έδειξε όλα χαρτί και καλαμάρι. Κρυφές κάμερες, συστήματα παρακολούθησης, παγίδευση τηλεφώνων, κοριοί στον χώρο και τα ρέστα.

         Έριξα την ιδέα να το πούμε «Οι Άγγελοι του Μήτσου» αλλά απορρίφθηκε ασυζητητί. Το είπαμε τελικά «Μυστική Μέριμνα» νοικιάσαμε ένα παμπάλαιο τριαράκι και ρίξαμε μέσα ό,τι είχε ευχαρίστηση ο καθένας, όποια παλιατζούρα μας περίσσευε.

 Η κρίση δεδομένη αλλά το κέρατο αθάνατο σπορ του Έλληνα, δεν γνωρίζει αναδουλειές.

         Καθόμασταν λοιπόν και ξύναμε τα νύχια μας για λίγη δράση, αμάν κάναμε να πατήσει πελάτης, οπότε σκάει μύτη ο πρώτος. Ευτυχώς που ήμουνα στην τουαλέτα, έβγαζα τα φρύδια μου. Κάνω έτσι και τι να δω! Ο Μπάμπης ο Μούργος, έτσι τον έλεγα εγώ, γείτονας στον πάνω όροφο. Προλαβαίνω και χώνομαι ξανά στο μπάνιο, αφήνω τους άλλους να βγούνε μπροστά.

      Με το Μπάμπη είμαστε στα μαχαίρια, μπουνιές παίζουμε, που λέει ο λόγος. Ελόγου του και η μορφονιά του η Κατίνα  το βίο αβίωτο μου είχανε κάνει με τους ομηρικούς καυγάδες του πάνω από το κεφάλι μου.

Τι γουστάρει ο τύπος; Ψυλλιάζεται ότι η κυρία του τα «φοράει», τι άλλο;

       Πέφτουμε με τα μούτρα στην δουλειά, καταπόδι την πηγαίνουμε την κυρία, οι άλλοι δηλαδή γιατί εγώ τηρώ απόσταση ασφαλείας. Την τρίτη μέρα τη σταμπάρουμε τη δικιά μας σε ύποπτο ραντεβουδάκι με μελαχρινό νεαρό. Τυγχάνω παρούσα, βουτάω τα κιάλια και μου ‘ρχεται ο ταμπλάς. Η Κατίνα με το Χρήστο!  Χριστός κι Απόστολος! Θα την πάθω τη συγκοπή και θα ‘ναι μέρα μεσημέρι. Ο Χρήστος είναι το μωρό μου που σας έλεγα.  Το γούρι μου, ο άγγελός μου! Τι γυρεύει με την παρδαλή και από πού τα νταραβέρια μαζί της; Έχω μείνει ενεή.

      Τους παρατάω σύξυλους και γυρνάω άρον άρον στο σπίτι, πλαντάζω στο κλάμα ένα εικοσιτετράωρο, κλείνω κινητά και κατεβάζω ακουστικά. Θα τη σφάξω την κυράτσα! Πέφτω ξερή άλλες είκοσι ώρες.

Ξυπνάω την τρίτη μέρα εγκλεισμού από δυνατά χτυπήματα στην πόρτα.

-Έλα ρε ούφο, πού διάολο χάθηκες; ευγενέστατος ο Μήτσος.

Μούγκα εγώ.

-Τρεις μέρες σε ψάχνουμε, κάναμε τον κόσμο άνω κάτω!

Ξανά μούγκα εγώ.

-Για κοίτα αυτά και κόψε τις μαλακίες, μου πετάει φωτογραφίες, κασέτες, συνομιλίες, τα πάντα.

      Οι φωτό τούς δείχνουν να ανταλλάσσουν μια χειραψία αλλά πιο κοντινό πλάνο αποκαλύπτει ένα φάκελο να αλλάζει χέρια. Οι συνομιλίες είναι πιο αποκαλυπτικές. Ο Χρήστος την πληρώνει, 300 ευρώ το μήνα, άκρως καλοδεχούμενα για το εισόδημα του μικρομεσαίου. Κρίσις γαρ… Γιατί όμως; Ποιος ο λόγος;

       Η συνέχεια με αφήνει κάγκελο. Την πληρώνει για να με αφήνουν στην ησυχία μου, να πηγαίνουν αλλού να βγάζουν τα μάτια τους και να πλακώνονται, να μη μου κάνουνε τα νεύρα κρόσσια, είμαι σούπερ ευαίσθητη και το μωρό μου το ξέρει. Μέχρι να φύγω, να βρω ένα άλλο σπίτι, να ησυχάσει το κεφάλι μου, της λέει και εκείνη χασκογελάει. Θα τη γδάρω την ξετσίπωτη!  Γι’αυτό έχω βρει την ησυχία μου τον τελευταίο μήνα, έτσι εξηγείται!

      Βάζω κάτι πρόχειρο πάνω μου και πάω στην τράπεζα. Σηκώνω 5.000 χιλιάδες ευρώ, τα τελευταία μου. Μπαίνω στο πρώτο πρακτορείο ταξιδίων και κλείνω τα εισιτήρια. Ίσα που φτάνουν. Στα κομμάτια η κρίση.

       Η πτήση μας πετάει μεθαύριο, θα κάνουμε δυο στάσεις Παρίσι και Λος Άντζελες για να αλλάξουμε αεροπλάνο. Στην Ταϊτή θα το πάω το μωρό μου, πάντα ονειρευόταν να δει τα μέρη όπου έζησε ο Γκογκέν.

Δεν του το έχω πει ακόμα.

Αύριο θα το κάνω.

Θα πάρω και ένα κουταλάκι μαζί μου.

Για να με μαζεύει που θα λιώνω όταν θα με κοιτάζει στα μάτια.
 
Χαρά Νικολακοπούλου
(δημοσιεύτηκε κάποια στιγμή- δεν θυμάμαι πότε- στην ιστοσελίδα του eyelands.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου